

Όταν ο Ντεγκά παρουσίασε το έργο του «Μικρή χορεύτρια των 14 ετών», το 1880, δεν ήταν καθόλου ασυνήθιστο για τα «μικρά ποντικάκια», όπως αποκαλούσαν τις ανήλικες χορεύτριες που έμπαιναν στην Όπερα του Παρισιού για να κάνουν καριέρα μπαλαρίνας να αναζητούν προστάτες ανάμεσα στους πλούσιους και ώριμους συνήθως θεατές που συγκεντρώνονταν για να τις δουν στην πίσω πόρτα του θεάτρου. Η μικρή χορεύτρια, ένα από τα διάσημα γλυπτά του ήταν η Μαρί βαν Γκέτεμ, κόρη μιας πλύστρας και η σχέση της με τον Ντεγκά έχει γίνει συχνά αντικείμενο πολλών θεωριών.

Εκείνη την εποχή οι μπαλαρίνες ήταν συνήθως κορίτσια που προέρχονταν από κατώτερα κοινωνικά στρώματα και φτωχές οικογένειες. Απείχαν π[ολύ λίγο από τις πόρνες. Ο Ντεγκά είχε αληθινή εμμονή με αυτές με ένα τόπο κυρίως ηδονοβλεπτικό. Άλλωστε ποτέ δεν υπήρχαν φήμες για σαρκικές σχέσεις με τις χορεύτριες που έκανε μέσα από τους πίνακές του διάσημες και ακπομα και σήμερα πιάνουν στις δημοπρασίες απίστευτα υψηλές τιμές δεκάδων εκατομμυρίων ευρώ.

Οι πίνακές του μαρτυρούν και τα ήθη της εποχής. Πίσω από τις χορεύτριες που επεικόνισε την ώρα που κάνουν πρόβα διακρίνει κανείς άντρες να τις παρατηρούν. Οι συνδρομητές της όπερας πλήρωναν όχι μόνο για να έχουν ελεύθερη πρόσβαση στις πρόβες και στις παραστάσεις αλλά και για να έχουν τη δυνατότητα προσωπικών, κυρίως σεξουαλικών σχέσεων με τις κοπέλες.



Στις συνήθειες της εποχής καταγράφεται και το ότι το φουαγέ της Όπερας του Παρισιού ήταν ένα από τα πιο κοσμικά σημεία συνάντησης των ισχυρών ανδρών της εποχής, καθώς μετά από την παράσταση, οι χορεύτριες έκαναν την εμφάνισή τους για να συνεχίσουν τη βραδιά τους με τους ισχυρούς «προστάτες» τους.



Ο Ντεγκά όπως προκύπτει από τα αρχεία της όπερας του Παρισιού είχε παρακολουθήσει 177 μπαλέτα και όπερες και είχε πρόσβαση στα καμαρίνια και τις αίθουσες προβών. Αστός και ο ίδιος είχε καταφέρει με τον τρόπο του να ενσωματωθεί στον εντελώς γυναικείο χώρο των δοκιμών και τα καμαρίνια των χορευτριών. Αγαπούσε πραγματικά τον κόσμο του χορού. «Μου αρέσουν τα φορέματά τους» απαντούσε όταν τον ρωτούσαν για το πάθος του με τις χορεύτριες.

Ο Ντεγκά, που αναγνωρίστηκε ως αυθεντία της κινούμενης ανθρώπινης μορφής ήταν κυρίως γνωστός για τις χορεύτριες του, που τις απεικόνισε σε πίνακες, χαρακτικά και γλυπτά σε μπρούντζο. Γεννήθηκε στο Παρίσι, και ήταν γιός τραπεζίτη. Στα 21 του, μετά από ολιγόχρονες σπουδές νομικής, μπαίνει στη Σχολή Καλών Τεχνών. Επισκέπτεται τη Φλωρεντία, την Ασσίζη, τη Νάπολη και τη Ρώμη. Το 1859 επιστρέφει στο Παρίσι κι ανοίγει ατελιέ. Τρία χρόνια μετά γνωρίζει τον Εντουάρ Μανέ, κι επηρεασμένος εντάσσεται στον Ιμπρεσσιονισμό. Κερδίζει σύντομα τον σεβασμό και την καταξίωση όλου του παριζιάνικου καλλιτεχνικού κόσμου.


Ο Ντεγκά ήταν πρωτοπόρος, ερευνητής, δημιούργησε ριζοσπαστικά και καινοτόμα αριστουργηματικά έργα, πέρα από τα ρεύματα και το στιλ της εποχής του. Αρνήθηκε ακόμα και τον χαρακτηρισμό του σαν ιμπρεσιονιστή. Προτιμά εκείνον του ρεαλιστή, ορισμός πιο κατάλληλος για το έργο του. Προσβεβλημένος από μια πολύ σοβαρή ασθένεια των ματιών, θα αφιερωθεί από το 1875 μέχρι τον θάνατό του περισσότερο στη γλυπτική. Το 1917 πεθαίνει στο Παρίσι, στις 27 Σεπτεμβρίου, σε ηλικία 83 ετών.
Οι πιο πρόσφατες Ειδήσεις
Διαβάστε πρώτοι τις Ειδήσεις για ό,τι συμβαίνει τώρα στην Ελλάδα και τον Κόσμο στο thetoc.gr