Από την πρώτη του σκηνοθεσία στα 21 του χρόνια, ο Σπύρος Ευαγγελάτος δεν έπαψε ποτέ να μας εκπλήσσει με τα έργα ανακαλύπτει και μας συστήνει.
Σειρά έχει αυτή τη φορά ένα έργο του 18ου αιώνα που έρχεται στο Φεστιβάλ Αθηνών και παρουσιάζεται για πρώτη φορά στην Ελλάδα. Ο Αμύντας, το έργο του ιατροφιλόσοφου και ποιητή Γεωργίου Μόρμορη, ανήκει στο είδος της ποιμενικής κωμωδίας και είναι ένας ύμνος στον έρωτα.
Ο Σπύρος Ευαγγελάτος για άλλη μια φορά προσεγγίζει με άσβεστη αγάπη ένα είδος κειμένων που μας παρουσίασε πρώτος και υπηρετεί με αφοσίωση σε όλη τη διάρκεια της καριέρας του. «Είναι αλήθεια ότι και στο Αμφιθέατρο, στα χρόνια που υπήρχε, έχω σκηνοθετήσει 25 παραγωγές τέτοιων κειμένων, είτε εντελώς αγνώστων όπως αυτό του Αμύντα του Μόρμορη είτε πιο γνωστών όπως ο Ερωτόκριτος, η Ευγένα, ο Φορτουνάτος. Η μια τρέλα μετά την άλλη», λέει στο The TOC.
Γιατί σας ελκύουν ιδιαιτέρως αυτά τα έργα; Εξαιτίας της γλώσσας;
Για τα παλιότερα νεοελληνικά κείμενα ένας παράγοντας θελκτικότατος είναι η γλώσσα. Άλλος ποιητής είναι ο Κορνάρος και άλλος ο Κατσαΐτης, αλλά υπάρχει αυτή γοητεία του παλιού, το οποίο επιβιώνει άμεσα ή έμμεσα σήμερα. Έτσι ξεκίνησα κιόλας σαν σκηνοθέτης. Η πρώτη σκηνοθεσία της ζωής μου που υπέγραψα σε ηλικία 21 ετών ήταν για τον «Φορτουνάτο» του 1665, έργο γνωστό τότε μόνο σε φιλολόγους. Έκανε επιτυχία που ούτε μπορούσαμε να φανταστούμε.
Αναδείξατε και σώσατε πολλά σπουδαία ελληνικά κείμενα. Έχει παίξει ρόλο σε αυτό το ότι είστε φιλόλογος;
Είχα την τάση ως φιλόλογος να εργασθώ ώστε να προστεθούν κάποιοι κρίκοι στην πορεία της νεοελληνικής δραματουργίας που σχετίζονται με τις λαϊκές ερμηνείες τις οποίες έχουμε στα Επτάνησα όπου και υπήρχαν κάποιες όψιμες επιβιώσεις και διασκευές των κειμένων. Όταν ήμουν 28 ετών ανακάλυψα στη Βενετία τον Αμύντα. Την ύπαρξη αυτού του έργου δεν την ήξερα όπως και οι περισσότεροι Έλληνες φιλόλογοι. Είχε αναφερθεί από τον Εμμανουήλ Κριαρά σε δυο μελετήματά του και από τον νεοελληνιστή Σουηδό Κνες. Υπήρχαν διάφορες θεωρίες. Οδηγούμενος από το ένα βιβλίο στο άλλο έφτασα στο Μπέργκαμο στην Ιταλία και βρήκα ένα αντίτυπο του βιβλίου αυτού, στο οποίο υπήρχε η σημείωση «συγγραφέας της παρούσης μεταφράσεως, ο Γεώργιος Μόρμορης από το Τσιρίγο, γιατρός». Βρήκα στοιχεία για το ιστορικό πρόσωπο και έκανα το πρώτο μου μελέτημα. Ήμουν πολύ νέος και επί χρόνια δεν ασχολήθηκα ξανά με αυτό.
Γιατί δεν το ανεβάζατε;
Δεν ήθελα να το κάνω στο θέατρο πριν εκδοθεί φιλολογικά. Τελικά αυτό έγινε πολλά χρόνια αργότερα από το ΜΙΕΤ το 2012. Από τότε προσπαθώ να το ανεβάσω και στο θέατρο, αλλά όπως ξέρετε αυτά τα έργα δε μπορεί να γίνουν εκτός κρατικών φορέων. Δεν είμαστε σίγουροι για την επιτυχία τους. Υπάρχουν και εκπλήξεις όπως αυτό που έγινε με την Ιφιγένεια εν Ληξουρίω, που έκανε καριέρα στο Λονδίνο και στο φεστιβάλ του Εδιμβούργου ή με τον Ερωτόκριτο, αλλά είναι λίγες. Και έπρεπε να κάνω μια δουλειά επίπονη σε επίπεδο δραματουργικής προσαρμογής, το έργο είναι 4000 στίχοι, δεν παίζεται αυτό. Εδώ έσωσε ο σκηνοθέτης τον φιλόλογο και ο φιλόλογος τον σκηνοθέτη.
Γιατί αυτό το κομμάτι των έργων έχει μείνει στο ημίφως;
Εν μέρει λόγω άγνοιας. Στην περίπτωση αυτή η άγνοια είναι καλύτερη από την ημι-γνώση. Η γοητεία αυτών των κειμένων είναι να μη τα διαλύσεις από την εποχή τους. Χρειάζονται ενίσχυση, χρειάζονται βοήθεια, -κακά τα ψέμματα- αλλά αυτή η βοήθεια δεν είναι για να το διαλύσεις και να δείξεις τη δική σου ικανότητα να διαλύεις κείμενα. Πρέπει να μπορείς να το ανασυνθέσεις με ένα τρόπο που να αφορά τον σύγχρονο θεατή, να συσχετίζεται όμως με αυτό που ήθελε να γράψει ο συγγραφέας.
Στην περίπτωση του Αμύντα τι κρατάμε; Τι μας συνδέει με αυτό το κείμενο;
Ο άνθρωπος ζει τρεις κορυφαίες φάσεις. Τη γέννηση, τον έρωτα το θάνατο. Τη γέννηση δεν την επιλέγουμε. Το θάνατο κατά συντριπτική πλειοψηφία όχι, -εξαιρούνται οι αυτόχειρες-, ο έρωτας όμως, αν έχουμε την τύχη να ερωτευθούμε στη ζωή μας μια ή καμία φορά, τρεις ή πέντε, είναι κάτι που σχετίζεται και με τη βούληση του ανθρώπου και με την ιδιοσυγκρασία του. Στον έρωτα ενώνονται όλες οι εποχές. Δεν υπάρχει εποχή που να μην έχει ασχοληθεί με τον έρωτα πλην του αρχαίου δράματος, εκεί μόνο δεν υπάρχει σαν κεντρικός πυρήνας.
Η παράσταση διατρέχει συνεπώς τις εποχές;
Είχαμε τη σκέψη να φωτιστεί η παράσταση πιο πρισματικά με τις ερμηνείες των ηθοποιών να εξελίσσονται μεταβαλλόμενες και αυτές μαζί με τα κοστούμια και τη μουσική από αιώνα σε αιώνα. Πρόκειται για ένα θεατρικό παιχνίδι που ξεκινά από το μπαρόκ, περνά στο ροκοκό, τον ρομαντισμό και μετά έχουμε μια από τις ποικίλες και πολύ διαφορετικές εκφάνσεις του 20ου αιώνα, το μιούζικαλ. Για να αλλάξει ο ήχος και να πατήσουμε λίγο πόδι στον 21ο αιώνα. Αυτό δίνει ελπίζω ένα πρόσθετο ενδιαφέρον που έχει ως κύριο συστατικό του τον έρωτα.
Σε όλη τη διάρκεια των ετών που μελετάτε έχετε περάσει και από το Ελληνικό Ινστιτούτο Βυζαντινών και Μεταβυζαντινών Μελετών στη Βενετία. Πώς βλέπετε αυτή την επιχειρούμενη αλλαγή χρήσης του;
Πέρασα ως μελετητής και από το Πνευματικό Ίδρυμα της Βενετίας το οποίο θέλουν να διαλύσουν σήμερα και αυτό το θεωρώ αίσχος. Δεν είναι λογικό να αλλάξουν την χρήση του, είναι για μελετητές, για να πηγαίνουν υπότροφοι, υπάρχει μια πολύ σοβαρή δουλειά που έχει γίνει και εξακολουθεί να γίνεται από σπουδαίους, κορυφαίους επιστήμονες. Ελπίζω ότι δε θα γίνει γιατί έχει ξεσηκωθεί ο επιστημονικός κόσμος γι αυτό.
Τι πιστεύετε για την πορεία του ελληνικού πολιτισμού;
Πιστεύω ότι η πορεία του πολιτισμού στην Ελλάδα και όχι μόνο στην Ελλάδα χαράσσεται από νησίδες. Η μεγάλη πλειοψηφία είτε ακολουθεί είτε δεν ακολουθεί ή αντιμάχεται. Κυρίως χαράσσεται από άτομα μεμονωμένα που έχουν τάξει σαν σκοπό της ζωής τους να υπηρετούν αυτή την υπόθεση. Αυτό διαφέρει από την ευγενική φιλοδοξία που έχουμε όλοι μας να πετύχουμε, να αρέσουμε, και ποιός δε το θέλει; Αλλά αρκεί αυτό ως στόχος; Δε νομίζω ότι αρκεί. Από κάποιους ανθρώπους μόνο θα μας παραδοθούν και κάποια πράγματα.
Υπάρχει ένα τέτοιο πρόσωπο για εσάς;
Εγώ κουβαλώ μέσα μου τον Άγγελο Τερζάκη. Έναν από τους πολύ μεγάλους δασκάλους που είχα. Ο Τερζάκης μίλαγε καίρια, είχε σεμνότητα, σοβαρότητα και αν τον παρακολουθούσες γινόσουν πλουσιότερος πνευματικά, και μετέφερε κάτι από τη γνώση του, την εμπειρία της ζωής στους άλλους. Για μένα έχει γράψει το βαθύτερο νεοελληνικό έργο που ακραραγγίζει την τραγωδία, τη Θεοφανώ. Το ύψος αυτού του έργου δε το φτάνουν ούτε τα υπόλοιπα δικά του.
Το θέατρο αφήνει το ίχνος του ή είναι τέχνη εφήμερη;
Το κείμενο δεν είναι εφήμερο. Αλλά αυτό δε σημαίνει ότι όποιος γράφει θεατρικό έργο κερδίζει την αιωνιότητα.
Μπορούμε να φυλάξουμε την πολιτιστική μας κληρονομιά;
Όπως ξέρετε το κράτος είναι ο αδύναμος κρίκος. Εκτός εξαιρέσεων όλοι στο ΥΠΠΟ ήταν οι ριγμένοι κάθε κυβέρνησης που τους έδινε περίπτερο αντί σούπερ μάρκετ. Την τέχνη την θυμούνται αυτοί που ασχολούνται με την τέχνη, είναι η αλήθεια. Δεν υποχρεούται να ξέρει ένας που κάνει μια χειρωνακτική εργασία τον Ερωτόκριτο, αλλά μπορεί να του αρέσει ο Ερωτόκριτος. Με αυτή την έννοια μόνο νησίδες μπορεί να φυλάξουν και να συνεχίσουν κάποια πράγματα.
Πληροφορίες: 8/7 21.00, Ωδείο Ηρώδου Αττικού, €30-10, (Φ)10-5, (Άνεργοι/ΑμεΑ)5. Προπώλήση: Εκδοτήρια Φεστιβάλ Αθηνών (Πανεπιστημίου 39, Στοά Πεσμαζόγλου, 2103272000) και Online www.greekfestival.gr
Παίζουν: Οδυσσέας Παπασπηλιόπουλος, Φαίη Ξυλά, Βίκυ Βολιώτη, Θανάσης Κουρλαμπάς, Θανάσης Δήμου, Χριστιάννα Μαντζουράνη, Θωμάς Γκαγκάς, Γεράσιμος Σκαφίδας, Μάριος Σαραντίδης