
"Χρόνια μέσ’ τήν Τρούμπα μαγκίτης και αλανιάρης, ρώτησε να μάθεις κι ύστερα να με πάρεις", τραγουδούσε ο μεγαλύτερος από τους ρεμπέτες Μάρκος Βαμβακάρης και ακούγοντας τον ήχο του μπουζουκιού του μια ολόκληρη εποχή ζωντανεύει μπροστά στα μάτια μας.
Πόρνες, μάγκες, τεκέδες, μαχαιροβγάλτες, άγουροι νέοι αλλά και έμπειροι μεσήλικες, εγκληματίες, χαρτοπαίκτες και μαφιόζοι συνέθεταν τον μικρόκοσμο της Τρούμπας και του Πειραιά.
Μέσα σε αυτό το περιβάλλον, το σκοτεινό αλλά παράλληλα γοητευτικό, "γεννήθηκαν" και μεγαλούργησαν οι ρεμπέτες. Γύρω στα 1920, η Δραπετσώνα και τα Βούρλα, φτωχικές γειτονιές του Πειραιά, έγιναν η φάτνη μέσα στην οποία γεννήθηκε το ρεμπέτικο τραγούδι.
Νυχτερινά κέντρα και τεκέδες, όπου οι μάγκες φούμαραν αργιλέδες με χασίς, γνώρισαν μεγάλη άνθιση και μάζευαν κόσμο που αναζητούσε ένα διαφορετικό είδος διασκέδασης, μακριά από τα σουαρέ της μπουρζουαζίας της πλούσιας Αθήνας.
Μια ξύλινη γέφυρα ένωνε τον Πειραιά με τη συνοικία Βούρλα, απέναντι από τον Άγιο Διονύσιο, η λεγόμενη "γέφυρα του Ρεμπέτη”. "Για να γίνει κανείς ρεμπέτης έπρεπε να περάσει αυτή τη γέφυρα", έλεγε ο Γιάννης Παπαϊωάννου, από τους σημαντικότερους ρεμπέτες.
Χάρη στο αρχείο του δημοσιογράφου και ερευνητή Βασίλη Κουτούζη, μαθαίνουμε για τον δάσκαλο Γιοβάν Τσαούς, που παρέδιδε μαθήματα μπουζουκιού και ήταν γνωστός και ως Γιάννης Εϊτζιρίδης, Γιάννης ο Λοχίας.

Στην περιοχή αυτή βρήκαν στέγη και έπαιζαν μπουζούκι ρεμπέτες όπως ο Ρεγγίνας, ο Ζυμαρίτης, ο Μιμίκος Βογιατζής, ο Σκριβάνος, ο σπουδαίος Στέλιος Περπινιάδης, ο Γιάννης Γυλιάς, ο Χαρίλαος Κηρομύτης, ο Νίκος Αϊβαλιώτης, ο Γιώργος Μπάτης, ο Γιάννης Παπαϊωάννου, ο Κώστας Σκαρβέλης, ο αξεπέραστος Βασίλης Τσιτσάνης, ο μεγάλος Στράτος Παγιουμτζής και φυσικά ο Μάρκος Βαμβακάρης.
Από κοντά και άλλα σημαντικά ονόματα της εποχής, με καριέρα στα μελλοντικά χρόνια της Τρούμπας, ο Ανέστης Δελιάς, ο Γιάννης Λελάκης, ο Στέλιος Κερομύτης (γιος του Χαρίλαου Κηρομύτη), ο Ποτοσίδης, ο Απόστολος Χατζηχρήστος, ο Μπαγιαντέρας, ο Παναγιώτης Τούντας, ο Περιστέρης, ο Μιχάλης Γενίτσαρης, ο Μακαρόνας, ο Σοφρωνίου και άλλοι.
Από τη Δραπετσώνα στην Τρούμπα
Τα πιο πολυσύχναστα στέκια ήταν στην Κρεμμυδαρού, στους τεκέδες του Μίχαλου, του Σάλωνα, του Μαρκεζίνη και του Σαραντόπουλου.
"Η Δραπετσώνα ήταν ένα από τα μεγαλύτερα στέκια της μαγκιάς. Στους τεκέδες της και στα Βούρλα σύχναζε κάθε καρυδιάς καρύδι. Στους τεκέδες οι μάγκες κάπνιζαν ναργιλέ" αφηγείται ο ρεμπέτης της εποχής Νίκος Μάθεσης ή Τρελάκιας.
Η περιοχή ήταν κακόφημη, με εγκληματικότητα και φόνους που φόβιζαν και συνάμα εξόργιζαν τους κατοίκους, οι οποίοι δεν ανέχονταν άλλο αυτή την κατάσταση. Πρόσφυγες στην πλειοψηφία τους και φιλήσυχοι και εργατικοί άνθρωποι, παραπονέθηκαν στην κυβέρνηση και τα σπίτια έκλεισαν το 1937, με φυλακές να ανοίγουν στη θέση τους.

Αυτό στάθηκε αφορμή και ευκαιρία να γεννηθεί η Τρούμπα. Οι ρεμπέτες, οι πόρνες και οι μάγκες έχασαν τα στέκια τους, όμως βρήκαν καταφύγιο λίγα στενά πιο πέρα, στα σοκάκια της Τρούμπας.
Με επίκεντρο τους δρόμους Φίλωνος και Νοταρά, η περιοχή, που πήρε το όνομά της από την τρόμπα, μια αντλία που ήταν τοποθετημένη από το 1860 σε πηγάδι, στην αρχή της οδού Αιγέως, σημερινής 2ας Μεραρχίας, από την οποία έπαιρναν νερό τα πλοία, έγινε το άντρο του αγοραίου έρωτα αλλά και του ρεμπέτικου τραγουδιού.
Στα σοκάκια της Τρούμπας, δίπλα σε πορνεία και καμπαρέ με γυναίκες, ξεπηδούσαν ολοένα και περισσότεροι καφενέδες και τεκέδες, με τον ήχο του μπουζουκιού να ηχεί σε κάθε στενό και σε κάθε καταγώγι.
Οι ρεμπέτες βρήκαν το μέρος όπου ελεύθεροι θα μεγαλουργούσαν και θα μάγευαν με τη μουσική τους, γαληνεύοντας ακόμα και τον πιο οξύθυμο "μάγκα" και ηρεμώντας και το πιο νευρικό "κουτσαβάκι".
Η περίφημη "Τετράς του Πειραιά"
Από την περίοδο του Μεσοπολέμου μέχρι και τις αρχές της δεκαετίας του 1950 πέρασαν από διάφορα μαγαζιά της συνοικίας τα μεγαλύτερα ονόματα του ρεμπέτικου.
Ο Μάρκος Βαμβακάρης δούλεψε, μετά τον Εμφύλιο, στο μαγαζί του Λινάρη στην παραλία, ο Μιχάλης Γενίτσαρης ανέλαβε ένα μαγαζί στην Τρούμπα και ήταν μαζί του ο Παπαϊωάννου, ο Κερομύτης και ο Πουνέντης. Όμως με αφορμή ένα επεισόδιο με έναν μεθυσμένο Εγγλέζο το έκλεισε η αστυνομία.

Οι πιο ξακουστοί ρεμπέτες του Πειραιά, ο Γιώργος Μπάτης, ο Μάρκος Βαμβακάρης, ο Στράτος Παγιουμτζής και ο Ανέστης Δελιάς, έφτιαξαν την κομπανία "Η Τετράς του Πειραιά”, που έπαιζε μπουζούκι στο μπαρ "Μάρκος” στα Άσπρα Χώματα στην Παλιά Κοκκινιά, αποτελώντας το αντίβαρο στα νέα στέκια της Τρούμπας.
Ο Βασίλης Κουτούζης περιγράφει γλαφυρά την ατμόσφαιρα της εποχής: "Όσο για μπουζούκια, ο Πειραιάς με τους μαγκίτες του, ήτανε ορχήστρα πλήρης. Μέρα και βράδυ από όπου και να πέρναγες, δηλαδή από καφενείο, άκουγες το κελάηδισμα του μπουζουκιού ή του μπαγλαμά και την μυρωδιά της ταλμίρας (χασίς) είτε από αργιλέ, είτε από τσιγαριλίκι. Και αυτός που το έπαιζε το μπουζούκι δεν ήταν κάνα παιδάκι, ήταν άνθρωπος της τούφας και το είχε μάθει στο "σχολείο”. Έτσι λεγότανε η φυλακή για να μην καταλαβαίνουν οι ανίδεοι".
Ο ίδιος ο ρεμπέτης Τάκης Μπίνης αφηγείται πώς εγκατέλειψε την Τούμπα της Θεσσαλονίκης για την Τρούμπα του Πειραιά: "Τέλειωσα τη δευτέρα Γυμνασίου με άριστα, το ίδιο και στην Τρίτη και άκουγα κάπου κάπου που συζητούσαν η μάνα κι ο πατέρας μου για το μέλλον μου. Ο ένας έλεγε πως θα γινόμουν δικηγόρος, ο άλλος ήθελε να γίνω αξιωματικός κι εγώ έλεγα από μέσα μου, "κούνια που σας κούναγε, σε λίγο θα με χάσετε από την Τούμπα, θα είμαι μπουζουξής μες στη μαγκιά, στην Τρούμπα του Πειραιά”".
Ο λαϊκός συνθέτης κιθαρίστας και τραγουδιστής Γιάννης Μπαφούνης ή Σαμιώτης δούλεψε στο "Καρρέ του Aσσου" στην Τρούμπα, ιδιοκτησίας Ηλία Νοταρά.
Έρωτες, αντιπαλότητες μεταξύ των μαγκιτών, σκηνικά με καβγάδες ανάμεσα στα κουτσαβάκια, μαχαιρώματα, φόνοι, σχέσεις με πόρνες, αργιλέδες και χασίς ήταν μερικά από τα θέματα που ενέπνεαν τους ρεμπέτες να γρατζουνάνε τα μπουζούκια τους και να σκαρώνουν στιχάκια στην αρχή και στη συνέχεια τραγούδια.
Και μέσα σε όλα βέβαια και η αγωνία της καταδίωξης από τους "μπάτσους", την αστυνομία που έκανε εφόδους, ελέγχους και επιδρομές στα μαγκίτικα στέκια, για να "μπαγλαρώσει" όσους δεν συμμορφώνονταν με την τάξη…
Τα μεγάλα μπουζούκια της Τρούμπας

Μέσα σε αυτό το περιβάλλον, ξεχώρισαν μερικοί από τους πιο μεγάλους ρεμπέτες, που άφησαν παρακαταθήκη το μεράκι, το σεκλέτι τους, τον καημό τους μέσα από αξέχαστα τραγούδια, γραμμένα ανάμεσα σε καπνούς και ντουμάνια, που ακούγονται μέχρι σήμερα.
Ο Γιάννης Παπαϊωάννου, κουμπάρος και στενός συνεργάτης του Τσιτσάνη, με πρώτο του τραγούδι τη "Φαληριώτισσα" που κυκλοφόρησε σε δίσκο και γνώρισε τεράστια επιτυχία.
Ακολούθησαν πλήθος άλλων, μεταξύ των οποίων και τα "Καπετάν Αντρέας Ζέπος", "Πέντε Έλληνες στον Άδη", "Άνοιξε, άνοιξε", "Μοδιστρούλα", "Γλέντα τη ζωή", "Βαδίζω και παραμιλώ", "Πριν το χάραμα", "Πώς θα περάσει η βραδιά", "Σβήσε το φως να κοιμηθούμε".
Ο Στέλιος Κερομύτης, που ακολούθησε τα χνάρια του πατέρα του ως οργανοπαίκτης, είχε ιδιαίτερη εκφραστικότητα στην τεχνοτροπία των ταξιμιών και γνώριζε άριστα τις τεχνικές των καραντουζενιών (συνδυασμός κουρδισμάτων και κλιμάκων).
"Αν μάθει ο Στέλιος μπουζούκι, τον χάσαμε. Δε θα μάθει μπουζούκι!" έλεγε ο πατέρας του, Χαρίλαος, ρεμπέτης κι αυτός, που του απαγόρευε να πιάσει μπουζούκι στα χέρια του. Μάταια, όμως… Ο Τσιτσάνης χαρακτήριζε τη φωνή του ως λιονταρίσια.
Ο πρώτος δίσκος με δική του σύνθεση είναι το "Μες στου Βάβουλα τη γούβα", στην άλλη πλευρά του οποίου βρίσκεται το "Το λάθος μου αισθάνομαι" που τραγουδάει ο Στράτος Παγιουμτζής (1937).
Ο Στράτος Παγιουμτζής, εξέχον μέλος της κομπανίας "Η τετράς του Πειραιά" και κύριος τραγουδιστής της. Σε πολλά απ’ τα πρώτα τραγούδια του Βαμβακάρη παίζει μπαγλαμά ή ποτηράκια, ενώ δεκάδες είναι οι δίσκοι όπου η φωνή του χαιρετίζει τους συμμετέχοντες στην ηχογράφηση ("Γεια σου Μάρκο με τις ζωντανές σου τις πενιές σου", "Γεια σου Σπύρο μου με το μπουζουκάκι σου" κ.ά.).
Μάλιστα, κάποιες φορές χαιρετίζει και τον εαυτό του ("Γεια σου και σένα ρε Στράτο με τον τζουρά σου!").
Ο Στελλάκης Περπινιάδης θεωρείται το μεγαλύτερο αστέρι του τραγουδιού από το 1930 έως το 1950 ενώ έκανε αρκετά ντουέτα με γνωστές ερμηνεύτριες και ερμηνευτές της εποχής, όπως με την Ιωάννα Γεωργακοπούλου, τον Στράτο Παγιουμτζή, τη Μαρίκα Νίνου και τον Δημήτρη Περδικόπουλο αλλά και με τον Γιώργο Κάβουρα.
Δε δίσταζε να κάνει δεύτερη φωνή και μάλιστα πολύ διακριτικά σε καλλιτέχνες των οποίων τα ονόματα ήταν μηδαμινά μπροστά στο δικό του.
Ο Μάρκος και η "Φραγκοσυριανή"
Ο "Πατριάρχης" του ρεμπέτικου τραγουδιού, Μάρκος Βαμβακάρης, γεννήθηκε στις 10 Μαΐου του 1905 στο συνοικισμό Σκαλί της Άνω Χώρας της Σύρου από καθολική οικογένεια, εξού και το παρατσούκλι "Φράγκος").
Το 1920 σε ηλικία 15 ετών έφυγε από τη Σύρο, αφού έριξε άθελά του ένα βράχο πάνω στη σκεπή ενός σπιτιού, και πήγε στον Πειραιά όπου αργότερα τον ακολούθησε και η οικογένειά του.

Εκεί ασχολήθηκε με διάφορα επαγγέλματα, όπως λιμενεργάτης (φορτοεκφορτωτής, εργάτης γαιανθράκων στα λεγόμενα "καρβουνιάρικα") και περίπου από το 1925 μέχρι το 1935 ως εκδορέας στα δημοτικά σφαγεία Πειραιά και Αθηνών.
Στα 18 του έκανε τον πρώτο του γάμο. Παντρεύτηκε την Ελένη Μαυρουδή, τη "Ζιγκοάλα". "Δεκαεννιά χρονών (το 1924) έγινα αγαπητικός στο μπορντέλο μιας Ειρήνης από τη Σύμη. Ήτανε στο δεύτερο διαμέρισμα των Βούρλων, η πρώτη μου ερωτική επαφή. Μεγαλύτερη είκοσι εφτά, είκοσι οκτώ χρονών, μου ’δινε και λεφτά και κουστούμια. Αγάπησα την άλλη, τη Μανιάτισσα, τη Ζιγκοάλα, και την απαράτησα…", αφηγείται ο ίδιος ο Μάρκος.
Εκείνη την εποχή, σύμφωνα με την αυτοβιογραφία του, άκουσε κατά τύχη τον Νίκο Αϊβαλιώτη να παίζει μπουζούκι, γεγονός που τον συνεπήρε και άλλαξε τη ζωή του. Έτσι άρχισε να μαθαίνει μπουζούκι και να γράφει τα πρώτα του τραγούδια.
Στα ντουζένια του έφτασε λίγο πριν ξεσπάσει ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος. Τότε ήταν, το 1935, που έγραψε και φωνογράφησε τη "Φραγκοσυριανή". Ο ίδιος αφηγείται για τη δημιουργία του τραγουδιού:
"Όλος ο κόσμος της Σύρου μ’ αγαπούσε πολύ, διότι κι εγώ ήμουν Συριανός και το είχαν καμάρι οι Συριανοί. Κάθε καλοκαιράκι με περίμεναν να πάω στη Σύρα να παίξω και να γλεντήσει όλη η Σύρα μαζί μου. Το 1935 πήρα μαζί μου τον Μπάτη, τον αδερφό μου τον μικρό και τον πιανίστα Ροβερτάκη και πήγα για πρώτη φορά στη Σύρο, σχεδόν είκοσι χρόνια αφ’ ότου έφυγα από το νησί.
Πρωτόπαιξα, λοιπόν, σ’ ένα μαγαζί στην παραλία, μαζεύτηκε όλος ο κόσμος. Κάθε βράδυ γέμιζε ο κόσμος το μαγαζί κι έκατσα περίπου δύο μήνες. Εγώ, όταν έπαιζα και τραγουδούσα, κοίταζα πάντα κάτω, αδύνατο να κοιτάξω τον κόσμο, τα έχανα.
Εκεί όμως που έπαιζα, σηκώνω μια στιγμή το κεφάλι και βλέπω μια ωραία κοπέλα. Τα μάτια της ήταν μαύρα. Δεν ξανασήκωσα το κεφάλι, μόνο το βράδυ τη σκεφτόμουν, τη σκεφτόμουν… Πήρα, λοιπόν, μολύβι κι έγραψα πρόχειρα: Μία φούντωση, μια φλόγα έχω μέσα στην καρδιά, λες και μάγια μου ‘χεις κάνει Φραγκοσυριανή γλυκιά… Ούτε και ξέρω πώς τη λέγανε ούτε κι εκείνη ξέρει πως γι’ αυτήν μιλάει το τραγούδι. Όταν γύρισα στον Πειραιά, έγραψα τη Φραγκοσυριανή".
Οι πιο πρόσφατες Ειδήσεις
Διαβάστε πρώτοι τις Ειδήσεις για ό,τι συμβαίνει τώρα στην Ελλάδα και τον Κόσμο στο thetoc.gr