
Όποτε έχω λείψει για παραπάνω από δέκα μέρες στο εξωτερικό… Από τη στιγμή που ο πιλότος αναγγέλλει πως το μεγάλο σιδερένιο πουλί ξεκίνησε την κάθοδό του κι εγώ κολλημένος στο τζάμι πασχίζω να αναγνωρίσω ό,τι βλέπω –"αυτός είναι ο Κορινθιακός; τώρα πετάμε πάνω από το Πόρτο Ράφτη ή μήπως πάνω από τη νότια Εύβοια;", δεν προσανατολίζομαι απολύτως παρά μονάχα όταν μπαίνουμε στην τελική ευθεία, όταν τελειώνουν οι στέγες και ξεκινάει ο διάδρομος προσγείωσης… Όποτε βγαίνω στις αφίξεις και σπεύδω να αγοράσω ένα καπουτσίνο φρέντο, ρόφημα άγνωστο εκτός Ελλάδας, χαζεύω τα εξώφυλλα των κουτσομπολίστικων περιοδικών, χαμογελάω στον λαχειοπώλη, ο οποίος υπόσχεται να με κάνει πλούσιο… Όποτε επιστρέφω, από όπου και αν επιστρέφω, ένα κομμάτι του εαυτού μου αναγαλλιάζει. Την αγαπάω τη χώρα μου. Κι ακόμα περισσότερο την πόλη μου.
Ο ταξιτζής είναι λαλίστατος. Αφού ανάψει, με την άδειά μου, τσιγαράκι, με ενημερώνει ότι είχε ανέβει στο "Ελευθέριος Βενιζέλος" από τις πέντε το πρωί. "Συμφέρει. Κάλλιο να αράζεις στο πάρκινγκ παρά να μαζεύεις τάληρα γαμωσταυρίζοντας την κίνηση στο κέντρο." "Και πώς περνάνε οι ώρες;" "Παίζουμε τάβλι, τσακωνόμαστε για το ποδόσφαιρο…" "Για τα πολιτικά;" "Τρίχες! Κάποιοι το ρίχνουν στο μπαρμπούτι…" Συμφέρει υποθέτω, ιδίως άμα σού τύχει κάνας βουτυράτος τουρίστας και του χρεώσεις ένα κατοστάρικο τη διαδρομή μέχρι το Σύνταγμα. Το ίδιο βιολί τρεις γενιές τώρα, από τον καιρό που ερχόταν ο έκτος στόλος και ξεπουπούλιαζαν οι φτωχοδιάβολοί μας τα ναυτάκια τα ζουμπουρλούδικα. Όταν θυμάσαι, από την άλλη, ότι ο βασικός μισθός στην Αμερική ξεπερνά τα δυό χιλιάδες δολλάρια, γίνεσαι κάπως πιο επιεικής με τους δικούς μας.
Σε μια στροφή της Αττικής Οδού αντικρύζεις την Αθήνα. Σε πιάνει -όσο να’ναι- ήπια απελπισία. Σαν να έβρεξε ο ουρανός αμέτρητα ζάρια, έτσι φαντάζουν οι πολυκατοικίες από τον Υμηττό έως το Αιγάλεω, με τους θερμοσίφωνες στις ταράτσες να αντανακλούν τον ήλιο. Αραιά και που ένα πράσινο μπάλωμα. Στο βάθος -πρέπει να είσαι εξοικειωμένος για τους διακρίνεις- ο μυτερός σκούφος του Λυκαβηττού και η Ακρόπολη. Ξεραϊλα και λαύρα. Η αφρικάνικη σκόνη να κιτρινίζει την ατμόσφαιρα, τα αιρκοντίσιον να δουλεύουν στο φουλ, Μάιο μήνα.
Πού η Νέα Υόρκη με τα πλατιά της πεζοδρόμια και το πελώριο πάρκο της στο κέντρο του Μανχάτταν; Πού το Λονδίνο με τις αναζωογονητικές βροχές του; Ακόμα και η Βουδαπέστη και η Σόφια ακόμα μοιάζουν εκ πρώτης όψεως φιλικότερες στον επισκέπτη και ας τις περικυκλώνουν πολυκατοικίες σοσιαλιστικού ρυθμού - τεράστια μπλοκ με εκατό πανομοιότυπα διαμερίσματα έκαστο. Η Αθήνα, αρχιτεκτονικά τουλάχιστον, δεν έχει σχέση με τη Δύση. Ανήκει αναντάμπ παπαντάμ στη Μέση Ανατολή. Ξαδέλφη είναι της Κωνσταντινούπολης, της Σμύρνης, της Αλεξάνδρειας. Η τυχερή ξαδέλφη -ας το παραδεχθούμε- που τη δέχθηκαν στην Ευρωπαϊκή Ένωση και της έμαθαν να σοβαντίζει τους τοίχους της, να ανακυκλώνει τα σκουπίδια, να κρύβει τους πολύ φτωχούς κάτω από την Πατησίων ή στο Πέραμα και να τους ψευτοξεγελάει με επιδόματα.
Ο χαρακτήρας της Αθήνας διατηρείται απαράλλακτος από τον 19ο αιώνα. Δεν πάει να νοσταλγούν οι ανίδεοι την πανέμορφη δήθεν πόλη που κατέστρεψε η μεταπολεμική ανοικοδόμηση; Διαβάζοντας τους "Περιπάτους" του Εμμανουήλ Ροϊδη, βρίσκεις έκκληση προς τους συμπολίτες του και τις αρχές. "… Να φροντίσουν να μη βρωμούν αι μάνδραι και να μην είναι τα πεζοδρόμια παραρτήματα μακελλειών και λαχανοπωλείων… Πρέπει οι κάτοικοι να αναπνέουν άοσμον αέρα, να μη γλυστρούν εις αίματα, να μη σκοντάπτουν εις σάπια πορτοκάλια και λείψανα γάτων και ορνίθων…" Αυτά το 1896. Εάν αξιώθηκες κάποια γιαγιά, κάποιον παππού που έλεγε τα πράγματα με το όνομά τους, θα μάθαινες ότι τη δεκαετία του 1950 και του 1960, οι αυλές ανάγκαζαν τους Αθηναίους σε έναν ασφυκτικό τρόπο ζωής δίχως ίχνος ιδιωτικότητας. Ότι τα πολυτραγουδισμένα ποταμάκια έζεχναν και από πάνω τους πετούσαν σμήνη κουνούπια. Ότι προτού χτιστεί το Χίλτον, στη θέση του υπήρχε μια παραγκογειτονιά. Έχουμε προοδεύσει εντυπωσιακά, ντροπή να το αρνούμαστε. Έστω κι αν στον πυρήνα μας είμαστε ίδιοι: αναβλητικοί, πασαλειμματζήδες, απρόθυμοι να επωμιστούμε το κόστος ριζικών λύσεων, ανίκανοι για μακρόπνοους σχεδιασμούς…
Ανίκανοι για μακρόπνοους σχεδιασμούς; Δεν έχει πάρει άραγε το μάτι μου τις μακέτες του Ελληνικού; Δεν έχω θαυμάσει τους πύργους που ήδη θεμελιώνονται, τις υπερπολυτελείς επαύλεις που θα ανεγερθούν, τις αλέες και την προμενάντ στον Σαρωνικό; Φοβάμαι πως αυτή η πολίχνη που θα ξεφυτρώσει στη θέση του παλιού αεροδρομίου, θα αποτελεί ξένο σώμα. Μάλλον μεσογειακό Ντουμπάι θα θυμίζει παρά μετεξέλιξη της Αθήνας. Μακάρι να σφάλλω. Να επιβεβαιωθεί για μια φορά ακόμα ο Γιώργος Σεφέρης πως "κατά βάθος είμαι/είμαστε ζήτημα φωτός". Πως το αττικό φως όλα τα οικειοποιείται και τα φέρνει στα ανθρώπινα μέτρα.
"Σού προξενεί αποστροφή η άναρχη δόμηση. Καχυποψία το καινούργιο Ελληνικό. Φτάνεις στα όρια της αγοραφοβίας με τα λεφούσια των τουριστών που περιφέρονται από Πλάκα μέχρι Εξάρχεια. Φρίττεις με το πόσο αφιλόξενη παραμένει η πόλη απέναντι στους ανάπηρους, τους ηλικιωμένους, τα μωρά στα καρότσια. Γελάς με τον σουσουδισμό, τις "πειραγμένες γεύσεις” των εστιατορίων της μόδας. Φτύνεις τον κόρφο σου που δεν έχεις αμάξι, να αγκομαχείς να το παρκάρεις. Σε πιάνει αγωνία όταν βλέπεις ποδηλάτη ή άνθρωπο με πατίνι να ανεβαίνει τη Σταδίου, την Πειραιώς, "ρισκάρει τη ζωή του!” λες. Τι σού αρέσει λοιπόν στην Αθήνα;"
Η ευωδία μού αρέσει από τις φρέζιες και τα γιασεμιά τις ανοιξιάτικες νύχτες. Τα πιτσιρίκια, μαύρα και άσπρα, που κυνηγιούνται στον πεζόδρομο της Αγίας Ζώνης και της Φωκίωνος. Οι κυρίες που πιάνουν λακριντί με τους μανάβηδες στις λαϊκές αγορές, γεμάτες σέξι υπονοούμενα οι στιχομυθίες τους. Οι εφήβοι που αράζουν σε σκαλοπάτια και σε μπασκετάκια. Οι μισομεθυσμένες παρέες που αμπελοφιλοσοφούν στις ταβέρνες. Τα ζευγάρια που τσακώνονται στο σαλόνι και φιλιώνουν στο κρεββάτι με τις μπαλκονόπορτες τέντα ανοιχτές. Οι ακορντεονίστες που δεν έχουν κουραστεί να παίζουν το "σ’αγαπώ γιατί είσαι ωραία" - το έχω μπουχτίσει τόσα χρόνια, με συγκινεί ωστόσο κάθε καλλιτέχνης του δρόμου. Εγώ ο ίδιος να ανταλλάσσω καθημερινά πειράγματα με τη φουρνάρισσα, τα κορίτσια του φαρμακείου, τον κουρέα μου…
Σωστά τα λέει ο Καβάφης: "Οικίας περιβάλλον, κέντρων, συνοικίας, που βλέπω κι όπου περπατώ – χρόνια και χρόνια. Σε δημιούργησα μες σε χαρά και μες σε λύπες: με τόσα περιστατικά, με τόσα πράγματα. Κι αισθηματοποιήθηκες ολόκληρο, για μένα."
Πηγή: Capital.gr
Οι πιο πρόσφατες Ειδήσεις
Διαβάστε πρώτοι τις Ειδήσεις για ό,τι συμβαίνει τώρα στην Ελλάδα και τον Κόσμο στο thetoc.gr