
Πολλά μπορείτε να προσάψετε στους κατά τόπους και κατά καιρούς φασίστες, ναζιστές, εθνικιστές ή όπως αλλιώς λαχταρά η καρδιά τους να αυτοαποκαλούνται, αλλά οφείλετε να τους αναγνωρίσετε μια θηριώδη ειλικρίνεια, τουλάχιστον όσο διάστημα η ίδια η πολιτική σκοπιμότητα δεν τους υποχρεώνει να κρύψουν τις αληθινές τους επιδιώξεις κάτω από
το χαλί, να αφαιρέσουν τις ακίδες από τη ρητορική τους και να στρογγυλέψουν τις γωνίες της. Πάρετε για παράδειγμα τον Γιόζεφ Γκέμπελς (1897-1945), τον μοχθηρό γκουρού των απανταχού εθνικοσοσιαλιστών και όχι μόνο.
Το 1926 δεν θα έλεγες ότι ήταν μια καλή χρονιά για το γερμανικό ναζιστικό κόμμα. Απέχουμε επτά ολόκληρα χρόνια από το 1933, όταν ο Χίτλερ θα χριστεί καγκελάριος και, κυρίως, τρία χρόνια από το μοιραίο Κραχ του 1929 που αναπάντεχα θα επαναφέρει τον τότε πρόωρα "ξοφλημένο" φύρερ σε τροχιά εξουσίας.
Στο ίδιο το Βερολίνο και την ευρύτερη περιοχή τριγύρω οι ναζιστές δεν μετρούν πάνω από καμιά πεντακοσαριά αμνοερίφια. Τότε λοιπόν ο Γκέμπελς κρίνει σκόπιμο να εκδώσει μια προπαγανδιστική εφημερίδα, την "Angriff" [Επίθεση], σε τιράζ πολύ μεγαλύτερο του εν δυνάμει αναγνωστικού της κοινού, γεγονός που φανερώνει δύο τινά: αφενός τις υψηλές φιλοδοξίες του εκδότη της, αφετέρου μια ανοιχτή κάνουλα χρηματοδότησης.
Με τα λεφτά οι ναζιστές είχαν πάντα τον τρόπο τους. Γνώριζαν πώς να ψιθυρίζουν τις σωστές λέξεις στα σωστά αφτιά. Στην "Επίθεση" ο Γκέμπελς αρθρογραφεί συστηματικά κι επειδή,
τουλάχιστον τον πρώτο καιρό, θεωρεί όλως δικαίως ότι "εμείς τα λέμε, εμείς τα ακούμε", δεν μπαίνει καν στον κόπο να μασήσει τα λόγια του.
Γράφει φερειπείν τον Απρίλιο του 1928: "Θα μπούμε στο Ράιχσταγκ [κοινοβούλιο] για να εφοδιαστούμε από το οπλοστάσιο της δημοκρατίας με τα όπλα της. Θα γίνουμε βουλευτές για να εξουδετερώσουμε το πνεύμα της Βαϊμάρης χρησιμοποιώντας το ίδιο. Εάν η δημοκρατία είναι τόσο ηλίθια ώστε να μας δώσει το ελεύθερο, και μάλιστα και βουλευτική αποζημίωση για αυτό, είναι θέμα δικό της. ... Κάθε νομικό μέσο μάς είναι ευπρόσδεκτο για την ανατροπή των σημερινών καταστάσεων. Εάν πετύχουμε στις εκλογές να βάλουμε εξήντα έως εβδομήντα αγκιτάτορες του κόμματος στα διάφορα [τοπικά] κοινοβούλια, μελλοντικά το ίδιο το κράτος θα εξοπλίσει και θα υποστηρίξει οικονομικά τον αγώνα μας. [...]
Και ο Μουσολίνι είχε μπει στο κοινοβούλιο. Κι όμως δεν άργησε να οργανώσει την πορεία προς τη Ρώμη. [...] Ερχόμαστε ως εχθροί! Όπως ο λύκος που πέφτει σε κοπάδι προβάτων, έτσι ερχόμαστε. Τώρα δεν είστε πλέον μεταξύ σας! Και δεν θα έχετε μεγάλη χαρά με εμάς!".
Στα καθ’ ημάς η "Χρυσή Αυγή", η ιδεολογική μήτρα του Ηλία Κασιδιάρη, αρχικά ως προπαγανδιστικό έντυπο και κατόπιν ως κομματικό μόρφωμα, κόπιαρε σε ανατριχιαστικό βαθμό την αποπροσανατολιστική στρατηγική του Γκέμπελς: μεταμφιεζόμαστε σε πρόβατα μέχρις ότου κατασπαράξουμε τα πρόβατα. Το πρώτο διάστημα, κατά τη δεκαετία ακόμη του 1980, η ζοφερή παρέα του Μιχαλολιάκου δεν έκρυβε ούτε τον απεριόριστο θαυμασμό της (σε επίπεδο λατρείας, μιλάμε) για τους "ηττημένους του 1945" με σωρεία αφιερωμάτων κι εξωφύλλων –δίχως το μαρτυριάρικο Google, θα τα είχαν εξαφανίσει προ πολλού- ούτε την ανεξέλεγκτη σιχαμάρα της τόσο για τον κοινοβουλευτισμό, όσο και για τον "εβραιοχριστιανισμό". Κατανοητό πλήρως: τότε δεν σκόπευαν να κατέβουν στις εκλογές, ούτε να παριστάνουν, ως σφίχτερμεν με μυαλό κατσαρίδας και παγανιστικές φαντασιώσεις, τους ευσεβείς συνοδοιπόρους σε παλαιοημερολογίτικα σαλταρισμένα γερόντια. Τους έβλεπα να συναγελάζονται έξω από το θέατρο "Χυτήριο", τον Οκτώβριο του 2012, ως παρδαλό γκρουπούσκουλο παραφρόνων, και τους λυπόταν η ψυχή μου. Άτιμο πράγμα η πολιτική· βαρέα ανθυγιεινά.
Το περίεργο πάντως είναι ότι δεν απομακρύνθηκαν και πολύ από τη ναζιστική τους ιδεολογία ούτε όταν αποφάσισαν να αλλάξουν τροπάρι και να κατέβουν στις εκλογές, ούτε όταν εντέλει κατάφεραν να "τρουπώσουν" στη βουλή. Εντάξει, ο Μιχαλολιάκος δεν έγραφε πια στιχάκια για τον θεό Πάνα και ο Κασιδιάρης δεν τουρτούριζε με τους ομοϊδεάτες του στην Πάρνηθα προς δόξα του θεού Ήλιου. Μολαταύτα, ο πρώτος δεν έχανε ευκαιρία να εκφράζει την αηδία του για τον υποχρεωτικό συγχρωτισμό του με τους "δημοκράτες" στα κοινοβουλευτικά έδρανα και ο δεύτερος καμάρωνε δημοσίως πως τώρα, με τη βουλευτική ασυλία, μπορούν να ρίχνουν πιο άνετα και καμία σφαλιάρα. Εξυπακούεται πως, εκτός κοινοβουλίου, δεν περιορίζονταν μονάχα στις σφαλιάρες. Μόστραραν αλαζονικά τα δικά τους Τάγματα Εφόδου και ξυλοκοπούσαν ή μαχαίρωναν όποιον "σκουρόχρωμο" είχε την ατυχία να βρεθεί στο διάβα τους. Την ίδια εποχή τύχαινε ως βουλευτής να μετέχω και στο Συμβούλιο της Ευρώπης.
Ο λετονός επίτροπος για τα ανθρώπινα δικαιώματα Νιλ Μούιζνιεκς μάς είχε παραδώσει, ήδη από το καλοκαίρι του 2013, πριν από τη δολοφονία του Παύλου Φύσσα, ένα συνταρακτικό πολυσέλιδο πόρισμα με καταγεγραμμένη λεπτομερώς τη χρυσαυγίτικη εγκληματική δραστηριότητα. Ήταν όμως αυτή ακριβώς η δολοφονία που "έδεσε" τόσο τις δικογραφίες όσο και την ηγεσία της "Χρυσής Αυγής" χειροπόδαρα. Τα υπόλοιπα είναι ιστορία.
"Η Ιστορία μάς διδάσκει ότι τίποτε δεν μας διδάσκει η Ιστορία". Το καρκινοειδές ευφυολόγημα αποδίδεται στον Χέγκελ και κάθε γενιά αποκτά τις δικές της ευκαιρίες για να το επαληθεύσει. Η πιο πρόσφατη δική μας ευκαιρία ενσαρκώνεται στο πρόσωπο ενός συνταξιούχου αντιεισαγγελέα του Αρείου Πάγου που επιχείρησε να κατέβει στις εκλογές με ένα δικό του κόμμα, το "Εάν", και κεντρικό προεκλογικό σύνθημα: "Η χώρα δεν χρειάζεται πρωθυπουργό, χρειάζεται εισαγγελέα". Η χώρα δεν έδειξε να συγκινείται από αυτό το σύνθημα, τουλάχιστον δημοσκοπικά, και ο συνταξιούχος αντιεισαγγελέας ορθώς σκεπτόμενος δήλωσε υποψήφιος για την αρχηγία ενός άλλου κόμματος, εκείνου που δημιούργησε και μέχρι σήμερα διευθύνει ο Ηλίας Κασιδιάρης, τρόφιμος των φυλακών Δομοκού ως ηγετικό στέλεχος της "Χρυσής Αυγής", μιας εγκληματικής παραστρατιωτικής οργάνωσης υπό τη λεοντή κόμματος. Ο τρόφιμος των φυλακών παραχώρησε ευχαρίστως την αρχηγία στον συνταξιούχο αντιεισαγγελέα και δήλωσε πρόθυμος να κατέβει στις εκλογές ως απλός υποψήφιος βουλευτής.
Έκτοτε σπαταλήθηκαν αμέτρητες τηλεοπτικές ώρες γύρω από το ακανθώδες ερώτημα εάν ο συνταξιούχος αντιεισαγγελέας είναι ή δεν είναι "αχυράνθρωπος". Θα μπορούσε να είναι ένα όχι και τόσο εμπνευσμένο μονόπρακτο του Ευγένιου Ιονέσκο, αλλά μάλλον ο Γιόζεφ Γκέμπελς θα το χειριζόταν λιγότερο κομψά και περισσότερο απροσχημάτιστα με την ωμή απορία: "Δουλευόμαστε;".
Οι πιο πρόσφατες Ειδήσεις
Διαβάστε πρώτοι τις Ειδήσεις για ό,τι συμβαίνει τώρα στην Ελλάδα και τον Κόσμο στο thetoc.gr