
Κάθε χρόνο λέω «Επίδαυρο φέτος δεν πάω». Μόλις πιάσουν οι ζέστες και αρχίζουν οι συνεννοήσεις για το φεστιβάλ, διατρανώνω την απόφασή μου, ενώ οι διπλανοί μου δεν απαντούν, μάλλον γελάνε κάτω από τα μουστάκια τους όταν ακούνε για ΑΛΛΗ – ΜΙΑ - ΦΟΡΑ τα επιχειρήματά μου. Δε μπορώ να οδηγώ, με τρώει η ζέστη, καίνε τα μάρμαρα, όλοι τρώτε σαν γουρούνια και κοιμάστε στην επιστροφή, οδηγώ μέσα στη νύχτα και τη μοναξιά.
Και μετά έρχεται ο Ιούλιος και με πλακώνουν οι αναμνήσεις. Ριπές θερμού αέρα από τον αργολικό κάμπο με μυρωδιές οπωροφόρων φέρνουν μπροστά στα μάτια μου τους φίλους μου να γελάνε, να θαυμάζουν, να κλαίνε και να αγανακτούν. Να χαμογελούν σε Κόντακ ινσταμάτικ, σε μια Ρόλερφλεξ, σε μια Κάνον, στο κινητό τους. Και ένα σωρό φαντάσματα να ταξιδεύουν από το πεύκο δίπλα στην ορχήστρα μέχρι το αθηναϊκό μου παράθυρο. Στέκουν εκεί αμίλητα γνωρίζοντας ότι η μαγνητική τους δύναμη θα με παρασύρει πέρα από τον Ισθμό, στα λημέρια τους. Ξέρουν καλά ότι η μαγεία τους όταν βρίσκονται εκεί είναι ακατανίκητη.
Θα πω ψύχραιμα και πολύ στεγνά χωρίς ίχνος συναισθήματος ότι θέατρα γύρισα πολλά, σαν αυτό το μέρος δεν υπάρχει. Ακόμα και τη χειρότερη, βασανιστική παράσταση που έχω δει την εξευγενίζει. Πως το λένε αυτό, ευγένεια, σεβασμό, θείο, δεν ξέρω. Υπάρχει μια μυστική συνεννόηση, μια συνενοχή, κάτι δουλεύει υπόγεια που δε μπορώ να ανακαλύψω. Έχω δει αριστουργηματικές παραστάσεις αλλού, στην Επίδαυρο μόνο έχω νιώσει ευτυχία, όταν συμβαίνει κάτι μπροστά μου αξεπέραστο, την ανακαλώ καμιά φορά την αίσθηση και αναπνέω κάπως νευρικά, θέλω να πάω να την ξαναβρώ.
Τους σέβομαι πολύ τους θεατές της Επιδαύρου που ταξιδεύουν μέχρι εκεί μέσα στην καλοκαιρινή άπνοια. Και οι θίασοι νομίζω τους σέβονται πολύ αυτοί αυτούς τους θεατές, σαν να θέλουν να δείξουν την «καλή τους παράσταση» χωρίς να υποτιμώ καμία άλλη. Ξέρουν ότι δεν είναι εύκολο πια να ταξιδεύεις, να ξοδεύεις, το παλεύουν όμως, φέτος, πας πιο εύκολα στην Επίδαυρο, με πακέτα, με πούλμαν με τα παιδιά σου. Με τα παιδιά λοιπόν. Που θυμούνται μετά από χρόνια τα πάντα, να το ξέρετε αυτό. Που μπορεί να ξεχάσουν έρωτες και επιτυχίες και αποτυχίες, αλλά αυτή η εντύπωση είναι βαθιά μέσα τους χαραγμένη, λεπτομέρειες που δεν προσέχουν οι μεγάλοι, χρώματα που δεν βλέπουν και ήχους που δεν ακούνε.
Εκεί, την ώρα που το φως χάνεται από λεπτό σε λεπτό, που η σιωπηλή πομπή των ηθοποιών περνά από το πέτρινο μονοπάτι προς την ορχήστρα, εκεί που ο υποκριτής παρουσιάζεται στην αληθινή του διάσταση απέναντί μας, το μέσον για να ανυψωθούμε και να ονειρευτούμε, εκεί που ο γκιώνης αρχίζει να λαλεί όμοια και το ίδιο λεπτό σαν τους προγόνους του, κληρονόμος του μοναδικού ήχου που επιτρέπεται τη στιγμή της απόλυτης σιωπής, εκεί που ο χρόνος κάνει μια ρωγμή, μηδενίζει και ξεκινά ορμητικά σε φώτα και σε μουσικές, βρίσκεται το πιο μαγικό θέατρο του κόσμου. Ούτε ιερό, ούτε άβατο. Βαθιά ανθρώπινο και θείο σαν αγκαλιά, κοντινό σαν αναπνοή. Αξεπέραστο και μοναδικό. Καλοκαίρι χωρίς Επίδαυρο δεν υπάρχει. Και αυτοί που με ξέρουν καλά, τώρα που το διαβάζουν αυτό κλείνουν τα εισιτήριά μας κρυφογελώντας. Αν μου πουν πάλι να σταματήσουμε για μπάνιο πριν την παράσταση, να ξέρετε, θα γίνει χαμός.
Οι πιο πρόσφατες Ειδήσεις
Διαβάστε πρώτοι τις Ειδήσεις για ό,τι συμβαίνει τώρα στην Ελλάδα και τον Κόσμο στο thetoc.gr