
Είναι ευρέως γνωστό πως ο αείμνηστος γάλλος συγγραφέας Ζεράρ ντε Βιλιέ (1929-2013) ξεπέταγε τα μυθιστορήματα κατασκοπείας στη σειρά SAS σαν ακαταπόνητος κούνελος. Τα μετέφραζε στα ελληνικά με αμίμητο μπρίο (ιδίως τις αλλεπάλληλες όσο και σκανδαλωδώς περιττές για την ανάπτυξη της πλοκής σεξουαλικές σκηνές, όπου και αυτόπτες μάρτυρες είχαν δει τη μεταφράστρια επί τω έργω να κλαίει από τα γέλια) μια άλλη μεγάλη παρεξηγημένη καλλιτεχνική μορφή, η θρυλική ηθοποιός Τασσώ Καββαδία (1921-2010), ευαίσθητη, εκλεπτυσμένη και καλλιεργημένη φύση, με χαντακωμένη τη δημόσιά της εικόνα από τους ρόλους της "κακιάς" στον κινηματογράφο.
Ήρωας του Ζεράρ ντε Βιλιέ ήταν ο άσπλαχνος σεξομανής μυστικός πράκτορας Μάλκο, ένα είδος Τζέιμς Μποντ στο πιο πρόστυχο. Έμπνευση κι ερέθισμα για το εκάστοτε μυθιστόρημα ο συγγραφέας αντλούσε από την τρέχουσα διεθνή ειδησεογραφία, ιδίως γύρω από τα θερμά πολεμικά μέτωπα ανά την υφήλιο και τα αντίστοιχα θερμοκήπια τρομοκρατίας, πασπαλισμένη με πληροφορίες που αντλούσε σχεδόν αποκλειστικά από εύχρηστους ταξιδιωτικούς οδηγούς (τα συντριπτικά περισσότερα από τα μυθιστορήματα της σειράς SAS έχουν δημοσιευτεί την προ-διαδικτυακή εποχή) κι επειδή, όπως προείπαμε, η πλειονότητα των πονημάτων απαρτιζόταν από αρπακολατζίδικες "ξεπέτες", ο Ζεράρ ντε Βιλιέ και οι συνεργάτες του δεν πολυψείριζαν την αυθεντικότητα των πληροφοριών που χρησιμοποιούσαν. Έτσι, λόγου χάριν, σε ένα μυθιστόρημά του με αφορμή –εάν δεν με απατά η μνήμη μου- τη φονική δράση της δικής μας "17 Νοέμβρη", ο κεντρικός ήρωας, κάποιος πάμπλουτος με ελληνοπρεπές όσο και αναληθοφανές ονοματεπώνυμο, τύπου "Ρασταπόπουλος" στις περιπέτειες του Τεν-Τεν, βγαίνει στο μπαλκόνι του, στο Κολωνάκι, και με το βλέμμα του αγκαλιάζει το… ράντσο του να χάνεται στο βάθος του ορίζοντα.
Δεν θα μπορούσαμε να τρυπήσουμε το κρανίο του Στέφανου Κασσελάκη και να διαβάσουμε τις σκέψεις του, ακόμη και αν παίρναμε την άδειά του ιδίου διασφαλίζοντάς τον προκαταβολικά από κάθε δυσάρεστη παρενέργεια. Εικάζουμε πάντως ότι μπορεί και να τον κυρίευε θανάσιμη πλήξη, μέρα έμπαινε-μέρα έβγαινε, καθώς ενατένιζε την ιδιωτική του φάρμα γύρω από την έπαυλή του, κοντά στο Μανχάταν της Νέας Υόρκης, μια πλήξη από την οποία δεν τον ανακούφιζαν ούτε τα παπάκια στην ιδιωτική του λίμνη, ούτε οι δροσιστικές βουτιές στην ιδιωτική του πισίνα, ούτε καν οι συχνές αεροπορικές αποδράσεις έως το Μαϊάμι για να αλλάξει τον αέρα του. Κάτω από αυτές τις αφόρητες συνθήκες ανίας –εικάζουμε πάντα- μπορεί και να μην τον ενόχλησε η υπερατλαντική κλήση του Αλέξη Τσίπρα και η πρόταση του τελευταίου για μια συμβολική τιμητική θέση στο ψηφοδέλτιο Επικρατείας του ΣΥΡΙΖΑ. Μπορεί να έχει πολύ fun –ίσως να σκέφτηκε. Στο κάτω-κάτω δεν θα ήταν παρά τσάμπα διαφήμιση κι ένα ευχάριστο ψυχαγωγικό διάλειμμα με μια τζούρα από μητέρα-πατρίδα. Τέλη Ιουνίου θα είχε επιστρέψει στα παπάκια του.
The rest is history, όπως λέμε στα χωριά μας –και δεν θα σας κουράσω αναμασώντας τις πασίγνωστες πλέον λεπτομέρειες. Από καλαμπούρι σε καλαμπούρι ο υποψήφιος στην τιμητική μη εκλόγιμη θέση του ψηφοδελτίου Επικρατείας κατέληξε πρόεδρος ενός κόμματος που απεχθανόταν τόσο όλους τους άλλους υποψηφίους ώστε ήταν αποφασισμένο να δώσει τα κλειδιά του στον πρώτο περαστικό που θα χτυπούσε το κουδούνι του. "Όνειρο ζω, μη με ξυπνάτε!", καθώς αναφωνούσε και ο φίλος μου ο Μαυρομματάκης ως "ομορφάντρας" στην προ δεκαετίας περίφημη διαφήμιση. Όταν όμως επιτέλους αποφάσισαν να ξυπνήσουν τον "ομορφάντρα" από τη Νέα Υόρκη, με τρόμο διαπίστωσε ότι το σκηνικό πέριξ είχε αλλάξει άρδην.
Πότε πρόλαβαν να μαζέψουν τον θρίαμβο και να απλώσουν τριγύρω του τη χλεύη; Μαζί με την αλλαγή σκηνικού έσκασαν μύτη και οι καλοθελητές, εκείνοι που δεν πίστεψαν ποτέ στην πολιτική του "ατζέντα" -εάν δεν του την είχαν υπαγορεύσει και οι ίδιοι- αλλά τον θεώρησαν από την πρώτη στιγμή ως το κατάλληλο όχημα, το "κελεπούρι" προκειμένου να θέσουν υπό τον έλεγχό τους το κόμμα. "Τώρα είναι η στιγμή για να επιδείξεις πυγμή", του ψιθύρισαν στο αφτί, "να πάρεις κεφάλια!" -και ο "ομορφάντρας" από τη Νέα Υόρκη κορδώθηκε δοκιμάζοντας μπροστά στον καθρέφτη του όλες τις πιθανές πόζες του Μπενίτο Μουσολίνι. Στην αίθουσα ακούστηκαν ταυτόχρονα χειροκροτήματα και αποδοκιμασίες, αλλά πίσω στα παρασκήνια ένας κακοχωνεμένος Ζεράρ ντε Βιλιέ, αγχωμένος κι ανασφαλής, δεν έδειχνε να έχει αποφασίσει ακόμη αν το έργο του είναι φάρσα ή τραγωδία. Ιλαροτραγωδία ίσως;
Οι πιο πρόσφατες Ειδήσεις
Διαβάστε πρώτοι τις Ειδήσεις για ό,τι συμβαίνει τώρα στην Ελλάδα και τον Κόσμο στο thetoc.gr