
"Ο κύριος Μητσοτάκης είναι ο τελευταίος που μπορεί να μιλάει στο όνομα των ανέργων και των εργαζομένων στο Κερατσίνι και στο Αιγάλεω. Δεν τις ξέρει αυτές τις περιοχές, δεν τις έχει δει ποτέ του. Εγώ τουλάχιστον έχω μείνει δύο χρόνια στο Αιγάλεω".
Εκείνη η αλησμόνητη δήλωση τον καυτό Ιούνιο του 2018 του Δημήτρη Τζανακόπουλου, κυβερνητικού τότε εκπροσώπου του επίσης αλησμόνητου υβριδίου των ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ, είχε πυροδοτήσει ένα ιλαρό άρθρο μου στα "Νέα" υπό τον ελάχιστα μετριόφρονα τίτλο "Ο Τζανακόπουλος κι εγώ", όπου δύσκολα κατόρθωνα να συγκαλύψω τη ζηλοφθονία μου.
Έσπευσα κατ’ αρχάς να καγχάσω τις "λαϊκές ρίζες" του δημοσίου ανδρός. "Κάθε πρωί, επί δύο χρόνια", σημείωνα μεταξύ άλλων με κακεντρέχεια, "ο Τζανακόπουλος άνοιγε το παραθύρι του, έπαιρνε βαθιά ανάσα από δυόσμο και βασιλικό και αντίκριζε τα αγόρια με "τα βαριά ματόκλαδα” και τα "βαριά τα χέρια”. Τα πιο τυχερά έπαιρναν το δρόμο για τη φάμπρικα, ενώ τα υπόλοιπα, τα άτυχα, έπαιζαν τάβλι και τραγουδούσαν: "Κάντε υπομονή κι ο ουρανός θα γίνει πιο γαλανός. Κάντε υπομονή, μια λεμονιά ανθίζει στη γειτονιά…”. Αυτές οι εικόνες, αυτές οι μυρωδιές και αυτά τα τραγούδια θα στοίχειωναν τον Τζανακόπουλο για όλη την υπόλοιπη ζωή του.
Ακόμη και όταν θα σπούδαζε στη Γερμανική Σχολή Αθηνών, στο Μαρούσι, περικυκλωμένος από τους φλούφληδες των Βορείων Προαστίων ή θα ετοίμαζε το διδακτορικό του στο Πανεπιστήμιο του Λονδίνου, στη σφηκοφωλιά του καπιταλισμού, θα γνώριζε ότι η λαϊκότητα θα έμενε ανεξίτηλη στο πετσί του και ισόβιο χρέος του θα ήταν να συμβάλλει και αυτός, με τις
χθαμαλές του δυνάμεις, ώστε να ανθίσει η λεμονιά στη γειτονιά: γραμματέας της νεολαίας του Συνασπισμού από το 2005 έως το 2010, νομικός σύμβουλος του Αλέξη Τσίπρα κατόπιν. Και μόλις επιτέλους, το 2015, η λεμονιά θα άνθιζε στη γειτονιά, ο ίδιος πάλι θα φρόντιζε ως κυβερνητικός εκπρόσωπος να την ποτίζει καθημερινά και να την περιφρουρεί από όσους την επιβουλεύονται. Το είχε γράψει άλλωστε και ο πρώτος νομπελίστας ποιητής μας, το 1936, όταν ήταν στην ηλικία του Τζανακόπουλου σήμερα: "Όπου και να ταξιδέψω, το Αιγάλεω με πληγώνει”. Ή περίπου".
Η ζηλοφθονία μου όμως δεν περιοριζόταν στο χλευασμό της δικής του "λαϊκότητας"· επεκτεινόταν ξεδιάντροπα στην επίδειξη της δικής μου. "Εάν ο Τζανακόπουλος έζησε δύο χρόνια στο Αιγάλεω", συνέχιζα στο ίδιο άρθρο, "εγώ έζησα πέντε χρόνια στα Εξάρχεια. Μα το Χριστό και την Παναγία. Επί της οδού Καλλιδρομίου, κοντά στο ύψος της Ζωοδόχου Πηγής. Ναι, ξέρω πως το δηλώνω για πρώτη φορά δημοσίως, αλλά έχω πολλούς μάρτυρες που είναι σε θέση να σας το επιβεβαιώσουν, χώρια που δεν γίνεται εφ’ όρου ζωής να υποφέρω από το μετατραυματικό στρες και να μην το μοιράζομαι με κανέναν. Από το 2001 έως το 2006 έβαζα κάθε μέρα το κεφάλι μου στο ντορβά. Από την άλλη πλευρά του δρόμου έμενε μια φίλη μου, επαρχιωτοπούλα, αγνή ψυχή, αμόλυντη ακόμη από τους πειρασμούς της πρωτεύουσας. Όταν σκοτείνιαζε, έβγαζε ένα σκαμπό στο μπαλκόνι της –έπιανε στασίδι, όπως έλεγαν στο χωριό της-
και παρακολουθούσε, σαν χορογραφία του Γιάννη Φλερύ, τις καταδρομικές επιχειρήσεις των αναρχικών προς το αστυνομικό τμήμα της Καλλιδρομίου. "Καλέ, τι όμορφοι που είναι οι αναρχικοί”, αναστέναζε. Δεν έφευγε ποτέ πριν από το τέλος, καθώς οι δυνάμεις των ΜΑΤ περνούσαν πάντοτε στην αντεπίθεση και οι αναρχικοί διασκορπίζονταν στο λόφο του Στρέφη. "Και οι αστυνομικοί όμορφοι είναι”, διαπίστωνε το αθώο πλάσμα με τη νηπιακή ταξική συνείδηση και μάζευε το σκαμπό της. Τα ζεστά βράδια του καλοκαιριού έβγαινε μια βόλτα έως την πλατεία, ρωτούσε τι ώρα είναι κάποιον ενοχλημένο ντίλερ ή σκόνταφτε αφηρημένη πάνω σε κάποιο πρεζόνι κι έπειτα, νωρίς συνήθως, επέστρεφε στο ταπεινό δυαράκι της και ρέμβαζε τις φωτιές –έναν κάδο σκουπιδιών, ένα περιπολικό, έναν πάγκο μικροπωλητή, ένα αρχαίο Οτομπιάνκι- ώσπου να γλαρώσει. Η επανάσταση ήταν μια ανάσα απόσταση, αλλά εκείνη δεν το έπαιρνε χαμπάρι".
Όπως εύκολα μπορεί να διαπιστώσει κάποιος, τα τελευταία που θα πεθάνουν σε αυτόν τον ευλογημένο τόπο είναι τα στερεότυπα: η "λαϊκότητα" του Αιγάλεω, η "επαναστατικότητα" των Εξαρχείων κ.ο.κ. Είτε στο 2018 αναφερόμαστε είτε στο 2025, με στερεότυπα πορευόμαστε και με στερεότυπα τρεφόμαστε, ανεξαρτήτως ιστορικών συγκυριών. Μακριά από εμένα κάθε συνωμοσιολάγνα υποψία, αλλά την αμαρτία μου θα την εξομολογηθώ: μια από τις παράπλευρες "συνέπειες" των στερεοτύπων είναι και ότι λειτουργούν ως ιδανικά "θερμοκήπια" για λογής λογής προβοκάτσιες. Με άλλα λόγια; Εξυπακούεται ότι πίσω από κάθε "αναρχικό" που εκτοξεύει μια μολότοφ δεν κρύβεται και από ένας μασκαρεμένος "αστυνομικός", αλλά εάν πραγματικά επιθυμείς να "αλλάξεις την ατζέντα" δεν θα δυσκολευτείς να μασκαρέψεις κάποιον και να προκαλέσεις "επεισόδια" εκεί που τα θέλεις, την ώρα που τα θέλεις, σαν προγραμματισμένη πτήση που δεν καθυστερεί ακόμη και υπό τις δυσμενέστερες καιρικές συνθήκες.
Τι θα απομείνει από τα προχθεσινά "επεισόδια" στην Καλλιδρομίου; Το ίδιο που απέμεινε και από τα περσινά, το ίδιο που απέμεινε και από τα προπέρσινα, το ίδιο που θα απομείνει και από τα αυριανά, το ίδιο που θα απομείνει και από τα μεθαυριανά: το παράπονο του μόνιμου κατοίκου που με χίλια ζόρια κατάφερε να αποκτήσει ένα ρημάδι αυτοκίνητο για "να κάνει τη δουλειά" του και το είδε από τη μια στιγμή στην άλλη να φλέγεται ή της κυρίας που κόντεψε να καεί ζωντανή μέσα στο ίδιο της το σπίτι. Βλέπετε, έχουν και τα στερεότυπα τη "λυπητερή" τους· μονάχα που σπανίως καλούνται να την εξοφλήσουν εκείνοι που τα νέμονται.
Οι πιο πρόσφατες Ειδήσεις
Διαβάστε πρώτοι τις Ειδήσεις για ό,τι συμβαίνει τώρα στην Ελλάδα και τον Κόσμο στο thetoc.gr