
Όταν ήμουν παιδί, τη δεκαετία του 1970, στο κέντρο της Αθήνας υπήρχαν εκατοντάδες κινηματογράφοι. Δυο σελίδες κάλυπτε ο αλφαβητικός κατάλογός τους στις εφημερίδες -εφημερίδες μεγάλου σχήματος τότε- από το "Ααβόρα" στη Νεάπολη Εξαρχείων μέχρι το "Φιλίπ" στην Κυψέλη. Να μη μιλήσουμε για τους συνοικιακούς. Τα Σαββατοκύριακα οι ουρές για τα εισιτήρια συχνά κύκλωναν το τετράγωνο. Μα και τις καθημερινές, οι προβολές ξεκινούσαν στις τρεις το μεσημέρι και διαρκούσαν έως μετά τα μεσάνυχτα. Επρόκειτο για την αυτονόητη διασκέδαση που απευθυνόταν σε όλα τα γούστα. Το πλατύ κοινό συνέρεε σε κωμωδίες, γκανγκστερικά και μελοδράματα. Οι πιο μυημένοι έβλεπαν ταινίες τέχνης. Βάιντα, Ταρκόφσκι, Φελίνι, Αντονιόνι, μέχρι και οι κινηματογραφικοί πειραματισμοί του Άντι Γουόρχολ είχαν προβληθεί στο θρυλικό "Στούντιο", κάτω από την πλατεία Αμερικής. Τις βάσεις ωστόσο της κινηματογραφικής μας παιδείας τις αποκτήσαμε στα θερινά, τα οποία λειτουργούσαν στα μισά σχεδόν άχτιστα οικόπεδα της πόλης, με ένα κάποτε τεντωμένο καραβόπανο ως αυτοσχέδια οθόνη. Εκεί παίζονταν αριστουργήματα παρελθουσών δεκαετιών. Η "Καζαμπλάνκα", η "Τζίλντα", ο "Ρόκκο και τα Αδέλφια του" και τα αξεπέραστα κατά τη γνώμη μου θρίλερ του Χίτσκοκ. Οι κόπιες ίσως να ήταν φθαρμένες, ο ήχος μετριότατης ποιότητας, όταν έβλεπες όμως τον Άντονι Πέρκινς στο "Ψυχώ", στη σκηνή του ντουζ, σε έπιανε σύγκρυο κι ας είχε στην Αθήνα καύσωνα.
Την πρώτη γερή κατραπακιά οι αίθουσες την έφαγαν στις αρχές των ‘70ς με την επέλαση της τηλοψίας που οδήγησε την ντόπια παραγωγή, το εμπορικό σινεμά, σε παρακμή. Πέθανε ο Φιλοποίμην Φίνος, ρήμαξαν τα στούντιο της "Φίνος Φιλμ". Η "Αλίκη στο Ναυτικό", η "Δεσποινίς Διεθυντής" έκαναν δεύτερη λαμπρή καριέρα στα κρατικά τότε κανάλια. Σημάδεψαν τα κυριακάτικα απογεύματά μας. Τα Σάββατα το βράδυ, όταν οι γονείς μας έβγαιναν, εμείς απολαμβάναμε στην ΥΕΝΕΔ τα κοσμοπολίτικα ερωτικο-αστυνομικά του Κλέαρχου Κονιτσιώτη – στο "Αγκίστρι" δεν είναι το πλάνο που η πρωταγωνίστρια βγαίνει τόπλες από τη θάλασσα; - το πρώτο μάλλον (ημί)γυμνο που προβλήθηκε στην ελληνική τηλεόραση.
Στα ‘80ς και στα ‘90ς οι κινηματογράφοι έκλειναν αθρόα. Μετατρέπονταν σε σούπερ-μάρκετ, ακόμα και σε μπόουλινγκ όπως το θρυλικό "Ρόξυ" της Πλατείας Κυψέλης.
Το θλιβερό ρεύμα ανακόπηκε όταν φτιάχτηκαν τα συμπλέγματα αιθουσών. Το ρεπερτόριό τους μπορεί να μην ήταν σινεφίλ, τραβούσαν εντούτοις τον κόσμο με τα υπερσύγχρονα ηχητικά συστήματα, την 3d εικόνα και τους κουβάδες με το ποπ κόρν. Η τηλεόραση εξάλλου δεν μπορούσε να τα ανταγωνιστεί - οι οσκαρικές ταινίες θα κατέληγαν στη μικρή οθόνη σε δύο χρόνια το νωρίτερο μετά την πρώτη προβολή τους. Ούτε βεβαίως τα βίντεο-κλαμπ κι εκεί θα έπρεπε να περιμένεις μήνες για να βρεις τον "Τιτανικό", το πιο πρόσφατο έστω του Γούντι Άλλεν.
Σήμερα η κατάσταση έχει εντελώς αντιστραφεί. Ο "Ιρλανδός" του Μάρτιν Σκορτσέζε βγήκε στις αίθουσες στις ΗΠΑ τον Σεπτέμβριο του 2019 και τον Νοέμβριο είχε κιόλας ανέβει στο Netflix. Στην περίπτωση του "Ρόμα" που κέρδισε όσκαρ σκηνοθεσίας, η απόσταση μεταξύ αίθουσας-πλατφόρμας ήταν μία μόλις ημέρα. Η φετινή θριαμβεύτρια των βραβείων, "Τα Πάντα Όλα", παιζόταν δυό χιλιόμετρα μακριά από το σπίτι μου. Και δυο μέτρα από τον καναπέ μου σε συνδρομητικό κανάλι. Προτίμησα να την παρακολουθήσω κάτω από το πάπλωμα. Ορθά έπραξα καθώς τη βρήκα άθλια – δεν την άντεξα ούτε μέχρι τη μέση...
Ούτως εχόντων των πραγμάτων, το γεγονός ότι δύο ιστορικοί κινηματογράφοι της ελληνικής πρωτεύουσας κινδύνεψαν να κατεβάσουν ρολά δεν θα έπρεπε να εκπλήσσει κανέναν. Σε τι να ωφελήσουν οι διαμαρτυρίες, οι νοσταλγικές (συχνά γλυκερές) δημοσιεύσεις στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης όταν δεν κόβονται πλέον εισιτήρια; Θα έπρεπε άραγε η πολιτεία να προστατεύσει, επιδοτώντας τες, αίθουσες που -τις καθημερινές τουλάχιστον- μένουν μισοάδειες; Να τις υποβιβάσει πρακτικά σε ασύχναστα μουσεία;
Μιλάω ως κάποιος που από τα δέκα του μέχρι τα πενηνταέξι του σπανίως άφησε να περάσει μια εβδομάδα δίχως να πάει στον κινηματογράφο. Που όταν -τον Φεβρουάριο του 2012- ο "Απόλλων" και το "Αττικόν" πυρπολήθηκαν από κουκουλοφόρους, συμμετείχε μαζί με λιγοστούς συμπολίτες του σε εκδήλωση διαμαρτυρίας. Για να ακούσουμε από τους αντιμνημονιακούς επαναστάτες της φακής ότι ενώ ο κόσμος πεινάει, εμάς μας ενδιαφέρουν τα ντουβάρια! Τότε ήταν η εποχή της "καλής βίας". Σήμερα είναι της ανέξοδης επιδεικτικής ευαισθησίας.
"Η ζωή αλλάζει δίχως να κοιτάζει τη δική μας μελαγχολία..." τραγουδάει ο Διονύσης Σαββόπουλος. Προσωπικά αρνούμαι να γραπωθώ συναισθηματικά και να πενθήσω τα κίτρινα περίπτερα που εξαφανίζονται ή τα υποκαταστήματα των τραπεζών στις γειτονιές που ολοένα αραιώνουν προς μεγάλη δυσαρέσκεια των συνταξιούχων – εκεί γαρ συναντιούνταν για να ανταλλάξουν νέα και κουτσομπολιά. Ούτε καν τις πολυαγαπημένες μου κινηματογραφικές αίθουσες.
Θα συχνάζω στα σινεμά ώσπου να εκλείψουν. Ή ώσπου να εκλείψω εγώ. Συμφιλιωμένος με την προσωρινότητα τους, πόσω δε μάλλον με τη δική μου. Όπως θα επιμένω να ράβω κοστούμια, πιο φινετσάτα, πιο ανθεκτικά, πιο οικονομικά εν τέλει από κάθε ετοιματζίδικο ρούχο.
Τι σχέση έχουν τα κοστούμια με τον κινηματογράφο; Μου το αποκάλυψε πρόσφατα ο αγαπημένος μου φίλος Βασίλης. "Πόσο άψογα ραμμένος ήταν ο Ζαν Γκαμπέν!" τού είπα – είχα δει το προηγούμενο βράδυ, σε πλατφόρμα, μια ταινία με τον κορυφαίο ίσως Γάλλο ηθοποιό του 20ου αιώνα. "Ας έκανε κι αλλιώς!" χαμογέλασε ο Βασίλης. "Όταν προβάλλεσαι στη μεγάλη οθόνη, όταν η εικόνα σου αποκτά υπερφυσικές διαστάσεις, κάθε ατέλεια βγάζει μάτι! Πρέπει το ύφασμα να στρώνει άψογα στο σώμα σου. Να αναδεικνύεται και να σε αναδεικνύει".
Να αναδεικνύεται και σε σε αναδεικνύει… Ό,τι ακριβώς κάνει το σινεμά, η τέχνη γενικά, με τη ζωή.
Πηγή: Capital.gr
Οι πιο πρόσφατες Ειδήσεις
Διαβάστε πρώτοι τις Ειδήσεις για ό,τι συμβαίνει τώρα στην Ελλάδα και τον Κόσμο στο thetoc.gr