
Απόβραδο της Κυριακής του Πάσχα, χωνεύοντας το σουβλιστό αρνί, παρακολουθήσαμε σε ιδιωτική προβολή -στο σπίτι, εννοώ, ενός φίλου- τους θρυλικούς "Amici Miei". Την ελεγεία στην ανδροπαρέα και στον φαρσικό τρόπο ζωής. Το πρώτο μέρος της έκανε πρεμιέρα το 1975 και γνώρισε τέτοια θριαμβευτική επιτυχία, ώστε ακολούθησαν άλλα δύο. Με πρωταγωνιστές ιερά τέρατα του ιταλικού σινεμά: τον Ούγκο Τονιάτσι, τον Φιλίπ Νουαρέ και τον Αντόλφο Τσέλι (έναν από τους τελευταίους Αδόλφους, αφού το όνομα το έφαγε η μαρμάγκα εξαιτίας του Χίτλερ) στον ρόλο του κλινικάρχη Σασαρόλι.
Όχι απλώς έσπασαν τα ταμεία "Οι Εντιμότατοι Φίλοι μου", αλλά και επηρέασαν βαθιά θεατές και δημιουργούς. Ουκ ολίγοι σκηνοθέτες σε άλλες χώρες επιχείρησαν να φτιάξουν κάτι ανάλογο με πολύ σχετική συνήθως επιτυχία. Στην Ελλάδα, ο Νίκος Νικολαϊδης γύρισε το 1979 "Τα Κουρέλια Τραγουδάνε Ακόμα" και το 1983 τη "Γλυκιά Συμμορία". Αξιοσημείωτα φιλμ αμφότερα, που δυναμίτιζαν επιτέλους τη μεγαλοστομία και τον ψευτολυρισμό του Νέου Ελληνικού Κινηματογράφου. Τα είδαμε και τα ξαναείδαμε ως έφηβοι. Λατρέψαμε τη χαμένη γενιά του ροκ εν ρολ, ξεπατικώσαμε ατάκες και φερσίματα. Η μήτρα ωστόσο, η πηγή, ήταν το "Amici Miei".
Πώς διάγουν οι πέντε Φλωρεντίνοι σε μια Ιταλία η οποία μαστίζεται από τη δυσκυβερνησία και την τρομοκρατία εκ δεξιών και αριστερών, που βρίσκεται μεταξύ σφύρας των Ερυθρών Ταξιαρχιών και άκμονος της Μαφίας (και της Καμόρα και της Κόζα Νόστρα); Απολαμβάνουν την κάθε τους μέρα σκαρώνοντας πλάκες. Πλάκες πρωτότυπες, περίτεχνες, ενίοτε και ιδιοφυείς. Κυρίως δε βλάσφημες. Όχι μονάχα απέναντι σε ανέγγιχτους θεσμούς σαν την Καθολική Εκκλησία. Αλλά και σε ιερές κοινωνικές αξίες, όπως η αγνότητα της παιδικής ηλικίας, ο σεβασμός προς τους νεκρούς και τους πενθούντες, ο γάμος και η οικογένεια που επιστρέπεται -και συνηθίζεται- να μπάζουν νερά όχι όμως και να λοιδωρούνται.
Οι "Amici Miei" δεν αφήνουν τίποτα όρθιο. Εάν υπήρχε στον καιρό τους η πολιτική ορθότητα, θα οργανώνονταν οργισμένες διαμαρτυρίες έξω από τις αίθουσες. Όλοι οι συντελεστές θα είχαν υποστεί κάνσελ.
Και στοιχειώδη ωστόσο ευπρέπεια εάν διέθετε κανείς, θα έπρεπε να τους στείλει στον διάολο. Χαρά στο αστείο να πηγαίνουν στις αποβάθρες των τρένων και με επιτόπου πηδηματάκια να χαστουκίζουν τους ταξιδιώτες που βγάζουν τα κεφάλια τους από τα παράθυρα για να αποχαιρετίσουν τους δικούς τους!
Από αντλούν τέτοιο θράσος;
Είναι τίποτα παραλήδες; Κατέχουν θέσεις εξουσίας, αισθάνονται ως εκ τούτου ότι μπορούν να ασχημονούν ατιμωρητί εις βάρος των κοινωνικά και οικονομικά κατώτερών τους; Είναι αντιθέτως τελειωμένα αποβράσματα, τύποι του περιθωρίου που δεν έχουν τίποτα να χάσουν; Μήπως διάγουν απλώς την πρώτη νεότητα, όπου οι υπερχειλίζουσες ορμόνες προξενούν αδυναμία αυτοελέγχου και άγνοια κινδύνου; Μήπως πρόκειται για κοινούς τεντυμπόιδες;
Καμία σχέση.
Οι Εντιμότατοι Φίλοι βρίσκονται στη μέση ηλικία. Μοιάζουν με ευυπόληπτους κυρίους, κουστουμάτοι, γραββατωμένοι. Ασκούν αξιοπρεπή επαγγέλματα: γιατρός, αρχιτέκτων, δημοσιογράφος. Με την εξαίρεση του κόντε Λέλο Μασέτι, που αφότου ξέπεσε, κατάντησε άεργος και άφραγκος. Η καθημερινότητά τους θα μπορούσε -και θα αναμενόταν- να κυλάει άμεμπτα, "ησυχία, τάξις και ασφάλεια". Αυτό θα αποτελούσε τον φρικτότερο εφιάλτη τους.
Το μεγαλείο των Amici Miei έγκειται εκεί ακριβώς. Στο ότι αντιδρούν παντί τρόπω στη σοβαροφάνεια και στην κανονικότητα του αστικού βίου. Κάλλιο να γίνονται παιδαριώδεις, να κλοουνίζουν, να αυτοσχεδιάζουν φανταστικές πραγματικότητες -άλλοτε να παριστάνουν τους λυρικούς τραγουδιστές και άλλοτε τους γκάνγκστερ-, παρά να παραδοθούν στη ρουτίνα. Έχοντας καταλήξει στο συμπέρασμα ότι τίποτα δεν αξίζει να το φέρεις βαρέως - ούτε καν την αρρώστια ή τον θάνατό σου. Σίγουροι ότι τα μεγαλόπνευστα πολιτικά οράματα αποδεικνύονται στο τέλος από έωλα έως κίβδηλα. Ότι οι "καλοί" τρόποι και οι "ευαίσθητες" παρόλες υποκρύπτουν συνήθως αμ υποκρισία, αμ αναλγησία. Βγάζουν οι Amici Miei διαρκώς τη γλώσσα στους πάντες και τα πάντα.
Εδράζεται κάπου η παραπάνω κοσμαντίληψη; Βεβαίως. Στα ελληνικά φιλοσοφικά ρεύματα. Στους Κυνικούς, τους Κυρηναϊκούς ηδονιστές, εν μέρει και στους Επικούρειους. Αν διαβάσεις τους "Νεκρικούς Διάλογους" του Λουκιανού, θα συναντήσεις το πνεύμα των "Εντιμότατων Φίλων μου". Όπως και σε κατοπινά αριστουργήματα. Στο ψευτοδοκίμιο "Μια Ταπεινή Πρόταση", στο οποίο ο μέγας Τζόναθαν Σουίφτ, ο συγγραφέας του Γκίουλιβερ, εισηγείται ως λύση στο πρόβλημα της ανέχειας οι πλούσιοι να μαγειρεύουν και να τρώνε τα μωρά των φτωχών. Βεβαίως και στον "Γαργαντούα" του Φρανσουά Ραμπελαί, όπου όλα σαρώνονται από ένα περιπαικτικό, εικονοκλαστικό τσουνάμι. Στη νεοελληνική ομολογουμένως γραμματεία, ευάριθμα σκωπτικά έργα βρίσκουμε. Όποτε κάποιος δικός μας συγγραφέας τολμούσε να αντλήσει έμπνευση από το παράδοξο, να ελευθερώσει στο χαρτί βιτριολικό χιούμορ, ευθύς γινόταν αποσυνάγωγος. Μη εγκεκριμένος λογοτέχνης. Κι ας είχε την ιδιοφυία του Μποστ ή του Τσιφόρου…
Οι πέντε Φλωρεντίνοι δεν τρέφουν καν τέτοιες φιλοδοξίες. Δεν δημιουργούν έργο που μπορεί να μείνει. Tις φάρσες και τα γέλια τους τα παίρνει ο άνεμος. Ασκούν την πιο πρόσκαιρη -και πιο δύσκολη στην ουσία- μορφή τέχνης. Την τέχνη του ζην.
Θα θέλατε στη σημερινή βαρύγδουπη, μυγιάγγιχτη, ζοφερή εποχή μας να είστε ο έκτος Φλωρεντίνος;
Πηγή: capital
Οι πιο πρόσφατες Ειδήσεις
Διαβάστε πρώτοι τις Ειδήσεις για ό,τι συμβαίνει τώρα στην Ελλάδα και τον Κόσμο στο thetoc.gr