
Η άνοιξη του 1978 ήταν η τελευταία άνοιξη που σιχαινόμουν το τσιγάρο και αγαπούσα τα μαθηματικά. Πήγαινα στην πρώτη γυμνασίου και παρουσίαζα αυτό που οι παιδίατροι αποκαλούσαν τότε "πρόωρη ανάπτυξη": Ήμουν 1,72 και ζύγιζα πενηνταπέντε κιλά, κέρδιζα ύψος κάθε μήνα – κάτι θειές που είχαν τραύμα από την Κατοχή προειδοποιούσαν τους γονείς μου να μου αλείφουν φέτες ψωμί με ελαιόλαδο και να τις πασπαλίζουν με ζάχαρη για να μην εμφανίσω αδενοπάθεια. Οι γονείς μου ωστόσο είχαν άλλα ντράβαλα. Χώριζαν. Χαμός γινόταν κάθε μέρα στο πατρικό μου στο Παγκράτι και για να μην υφίσταμαι τους καβγάδες τους, με είχαν στείλει από την Καθαρά Δευτέρα στον παππού και στη γιαγιά, στη Νέα Σμύρνη. Τηρούσαν στοιχειωδώς τα προσχήματα, μου έλεγαν ότι δήθεν κάνουν ανακαίνιση στο σπίτι και με έπαιρναν κάθε Σάββατο απόγευμα για κινηματογράφο και κάθε Κυριακή μεσημέρι για ταβέρνα.
Διόλου δεν μου κακόπεφτε η όλη φάση. Η πλατεία Νέας Σμύρνης αποτελούσε τον ιδανικό χώρο για πιτσιρικάδες: Παγωτατζίδικα, ντόνατς, στις καφετέριες οι πρώτες έγχρωμες τηλεοράσεις επ’ευκαιρία του Μούντιαλ που θα διεξαγόταν τον Ιούνιο στην Αργεντινή, γύρω από το άγαλμα του Μητροπολίτη Χρυσόστομου οι πιο προχωρημένοι έκαναν, από τότε, φιγούρες με τα σκέητ μπορντ. Ο παππούς και η γιαγιά δεν ήθελαν-ή δεν ένοιωθαν ικανοί- να μου κρατήσουν τα λουριά σφιχτά. Επέστρεφα από το σχολείο, ψευτοδιάβαζα για καμιάν ώρα κι έπειτα ξαμολιόμουν στην πλατεία. "Στις δέκα το αργότερο να είσαι πίσω!" μου έλεγε, δεσποτικά δήθεν, ο παππούς σαν να μην ήξερε ότι όσο έμενα στο πατρικό μου, η μάνα μου (και θυγατέρα του) με έβαζε στο κρεββάτι από τις εννιάμισυ. Το μόνο πράγμα που μου χαλούσε τη διάθεση ήταν ότι η γιαγιά μου επέμενε να με συνοδεύει προς και από το σχολείο μου – "στα μέσα μαζικής μεταφοράς συχνάζουν ύποπτοι τύποι" αποφαινόταν- κι έτσι είχε γίνει ο προσωπικός μου μπάστακας στη διαδρομή Νέα Σμύρνη-Παγκράτι δυό φορές την ημέρα. Το λεωφορείο –"αστικό" το αποκαλούσε η γιαγιά- στεκόταν μπροστά στο γήπεδο του Πανιώνιου. Εκεί σε πρωτοείδα…
- Απ’την τετάρτη δημοτικού έδινα μάχη για να πηγαίνω στο Ψυχικό με το πούλμαν της σχολής Μωραϊτη και όχι με το αυτοκίνητο του μπαμπά. Στην έκτη επιτέλους το πέτυχα. Αν και η μαμά επέμενε να γκρινιάζει –"αφού την ίδια διαδρομή ακολουθείτε κάθε πρωί, γιατί να μην κάνετε παρεϊτσα, πατέρας και κόρη;", το γραφείο του ήταν πράγματι στην Κηφισίας, στο ύψος του σινέ Αβάνα... Ο μπαμπάς ευτυχώς με καταλάβαινε –"ασ’την, θέλει να σμίγει με τους συμμαθητές της μιάν ώρα αρχύτερα, εμείς θα τα λέμε μέχρι τη στάση." Και όντως ξεκινούσαμε στις εφτά ακριβώς από το σπίτι, πεζοί, πιασμένοι χέρι-χέρι και πίσω να ακολουθεί η τζάγκουαρ με τον σωφέρ. Τα υπόλοιπα παιδιά τα κατέβαζαν οι μαμάδες τους, τρία κορίτσια (το ένα μονάχα πήγαινε στην τάξη μου) και δύο αγοράκια της δευτέρας δημοτικού, τελείως μυξιάρικα. Εσύ περίμενες στο απέναντι πεζοδρόμιο. Θυμάμαι τη γιαγιά σου σαν να τη βλέπω τώρα μπροστά μου. Ήταν επιβλητική γυναίκα, νταρντάνα, φορούσε κάτι λουλουδάτα φουστάνια, κρατούσε στο ένα χέρι μια πλαστική σακκούλα με το ψωμί και την τυρόπιττα και στο άλλο, επιδεικτικά, τον "Ριζοσπάστη".
- Εμένα με θυμάσαι;
- Είχες μπει για τα καλά στην εφηβεία. Ψηλοκρεμαστός και άχαρος. Κοτλέ παντελόνι με χοντρές ρίγες, παπούτσια του μπάσκετ, σάκα με αυτοκόλλητα ποδοσφαιριστών και συγκροτημάτων, έξυνες κι ένα σπυρί στη μύτη σου…
- Πώς και με πρόσεξες;
- Εσύ με πρόσεξες! Δεν είχες ίχνος ντροπής. Πλησίασες καμαρωτός-καμαρωτός παραμονές της εικοστής πέμπτης Μαρτίου και με ρώτησες πού θα παρελάσω και μού ανακοίνωσες ότι εσύ θα ήσουν σημαιοφόρος του σχολείου σου στο Παγκράτι και θα’μπαινες πανηγυρικά στο Καλλιμάρμαρο Στάδιο.
- Ψέμματα έλεγα.
- Στα μάτια των μεγάλων ήταν φανερό. Ο μπαμπάς μου ωστόσο διασκέδαζε με το θράσσος σου, γέλασε όταν η γιαγιά σου ήρθε να σε μαζέψει και του ζήτησε συγγνώμη. "Άντε καλέ!" της είπε. "Οι άντρες είναι μεγάλα αγόρια και τα αγόρια μικροί άντρες!" Αυτή η φράση μού εντυπώθηκε.
- Μού είχες γυαλίσει από όταν σε πρωταντίκρυσα. Διέθετες –νομίζω- όλα όσα θα συγκινούσαν κάποιον της ηλικίας μου. Ξανθά μαλλιά, πράσινα μάτια, στόμα-καρδούλα χωρίς σιδεράκια. Ντυνόσουν αθλητικά, κράταγες δυό φορές την εβδομάδα και μια ρακέτα του τένις… Κι επιπλέον ήσουν ανεπτυγμένη. Το στήθος σου φούσκωνε κάτω από τα φρεντ-πέρυ μπλουζάκια που καμάρωνες να φοράς…
- Όχι φρεντ-πέρυ. Λακόστ. Μου το’χαν φέρει οι γονείς μου από τις Βρυξέλλες.
- Εγώ δεν είχα ιδέα ποιός ήταν ο πατέρας σου. Ούτε καν η γιαγιά μου νομίζω. Μέχρι τουλάχιστον να με καλέσεις στο πάρτυ σου…
- Να σε καλέσει στο πάρτυ μου! Δική του ιδέα ήταν, επέμεινε μάλιστα. Πίστευε πως η αποκλειστική συναναστροφή με τους πλούσιους συμμαθητές μου δεν με ωφελούσε. Στο πρόσωπο σου έβλεπε έναν νεαρούλη της μικρομεσαίας τάξης, με αριστερές μάλιστα καταβολές, γεγονός που τον συγκινούσε. Σού θυμίζω ότι και ο δικός μου ο παππούς ήταν κομμουνιστής, τον είχαν τσακίσει στο ξύλο στη Μακρόνησο. Ο μπαμπάς μου έφτυσε αίμα για να σπουδάσει. Έφερε υπερήφανα τον τίτλο του αυτοδημιούργητου.
- Ώσπου παντρεύτηκε τη μαμά σου κι έγινε αυτοδημιούργητος-σώγαμπρος…
-…
- Θύμωσες τώρα;
- Ας μείνουμε στη δική μας γνωριμία. Στην άνοιξη του ’78. Τι θυμάσαι από το πάρτυ μου;
-Το πόσο χάλια είχα περάσει. Δεν ήξερα κανέναν και οι συμμαθητές σου ήταν ένα μάτσο φλώροι που με αγνοούσαν επιδεικτικά. Κι εσύ μαζί τους. Με είχατε από την πρώτη στιγμή αποκλείσει απ’τις σαχλές κουβέντες κι από τα παιχνίδια σας. Το βασικό πράγμα που σας απασχολούσε όλους, θυμάμαι, ήταν κατά το πόσον το "Hotel California” των Eagles είχε κρυμμένο σατανιστικό περιεχόμενο. Βάζατε το δίσκο στο πικάπ και τον παίζατε κανονικά κι ανάποδα, στις τριαντατρείς και στις σαρανταπέντε στροφές και τεντώνατε τα αυτιά σας πασχίζοντας να ακούσετε τον τραγουδιστή να προφέρει ακατανόμαστα ξόρκια. Μελετούσατε έπειτα με μεγεθυντικό φακό τις φωτογραφίες του άλμπουμ – στον εξώστη του ομώνυμου ξενοδοχείου, έλεγαν οι φήμες, εικονιζόταν η σκιά του διαβόλου!
- Μικρά παιδιά ήμασταν – παραμυθιαζόμασταν. Και πολύ προχωρημένα μάλιστα για την ηλικία μας – ποιοί άλλοι άκουγαν τότε στην έκτη δημοτικού Boney M και Dire Straits;
- Ποιοι άλλοι είχαν γονείς που ψώνιζαν στα δισκάδικα του Λονδίνου; Εν πάσει περιπτώσει, εγώ αισθανόμουν από άλλο ανέκδοτο. Τόσο που γλίστρησα απαρατήρητος απ’το δωμάτιο σου στην κουζίνα κι εκεί έμεινα άναυδος, να χάσκω από θαυμασμό, μπροστά σε ένα ψυγείο με διπλή πόρτα και ειδικό μηχανισμό που παρήγαγε έτοιμα παγάκια. Αφού παραμέρισα τα σελοφάν απ’τις πιατέλες και τσίμπησα πριν της ώρας μου κάτι πρωτόγνωρους μεζέδες –γαρίδες τυλιγμένες με μπέηκον- βγήκα στον κήπο. Εκεί άραζαν οι μεγάλοι. Τέτοιου τύπου πλουσίους δεν ξανασυνάντησα, νομίζω, ποτέ άλλοτε στη ζωή μου. Οι γυναίκες είχαν πολύ βγαλμένα φρύδια και φόραγαν ανεξαιρέτως πέρλες και δαχτυλίδια με μπριγιάν, οι άντρες ψηλοκάβαλα σπορ παντελόνια και μεσάτα πουκάμισα. Άναβαν με χρυσούς αναπτήρες και μοσχομύριζαν (ή βρωμοκοπούσαν) άφτερ-σέηβ. Η ατμόσφαιρα είχε κάτι το καθαρά αποικιακό…
- Επρόκειτο για την άρχουσα κάστα της εποχής, που ένοιωθε ήδη την καυτή ανάσα του Ανδρέα Παπανδρέου στο σβέρκο της. Δεν ήταν κοσμοπολίτες εφοπλιστές ώστε να μην ιδρώνει το αυτί τους ούτε παράσιτα που’χαν δέσει το γάιδαρό τους με λογαριασμούς στην Ελβετία. Πίστευαν ειλικρινά στο μέλλον της ελληνικής βιομηχανίας, διοικούσαν κλωστοϋφαντουργεία και σοκολατοποιίες. Πτηνοτροφεία στη χειρότερη περίπτωση. Τα ψωμιά τους όμως τελείωναν. Δεν είχαν καμιά προσαρμοστικότητα – η ΕΟΚ τους συνέτριψε όχι το Πασόκ. Μέσα στην επόμενη δεκαετία είτε αφομοιώθηκαν από τα καινούργια τζάκια είτε εξέλιπαν.
- Θυμάμαι ότι έλεγαν το ουίσκυ "σκάτς"! Ο πατέρας σου με πλησίασε και με χαιρέτισε διά χειραψίας. "Πού είναι η Κορίνα;" με ρώτησε στα ίσα "πού την άφησες;" Με αντιμετώπισε δηλαδή σαν να’μουν ο γκόμενος σου. Κόμπλαρα εντελώς. "Οι γυναίκες και τα κοτόπουλα θέλουν χέρι" πρόσθεσε πονηρά αρπάζοντας ένα μπουτάκι από τον ασημένιο δίσκο που περιέφερε ένας σερβιτόρος με σμόκιν. Δεν ήξερα πώς να αντιδράσω. Μού έκανε χοντρή πλάκα ή με προέτρεπε να σου χιμήξω;
- Μάλλον παπαρολογούσε απλώς…
- Εις βάρος ενός δεκατριάχρονου;
- Δόξα τω Θεώ λοιπόν που δεν απέκτησε γιό!
- Μετά με πήρε από τους ώμους και με οδήγησε στα ενδότερα του σπιτιού. "Διαβάζεις εξωσχολικά" με ρώτησε. "Ναι, αμέ!" Διασχίσαμε ένα σαλόνι στο οποίο δέσποζε ένα πιάνο με ουρά…
-… η γιαγιά μου ήταν σολίστ…
-… και καταλήξαμε στο γραφείο του. Έβγαλε από τη βιβλιοθήκη τον "Φύλακα στη Σίκαλη" και μου το χάρισε. "Από αυτό εδώ θα με θυμάσαι" μου είπε.
- Προφητικά;
- Ας μην γυρεύουμε παντού οιωνούς… Καθώς δεν μου δίνατε την παραμικρή σημασία, κούρνιασα σε μια τεράστια βελούδινη πολυθρόνα στο χωλ κι άρχισα να διαβάζω τον "Φύλακα". Εκεί με βρήκε η γιαγιά μου κατά τις έντεκα που ήρθε να με παραλάβει. "Ο φίλος σου φεύγει!" σε φώναξε η μαμά σου μα εσύ απαξίωσες να με ξεπροβοδίσεις…
- Σταμάτα να γκρινιάζεις για κάτι που συνέβη πριν από τόσα χρόνια!
- Και τα υπόλοιπα τότε συνέβησαν.
- Έλα να προχωρήσουμε λοιπόν στα υπόλοιπα.
- Μες στο Σαββατοκύριακο είχα τελειώσει το βιβλίο και καιγόμουν από λαχτάρα να πω στον μπαμπά σου τις εντυπώσεις μου. Δευτέρα πρωί-πρωί, ξεκινάω με τη γιαγιά και με τον "Φύλακα στη Σίκαλη" υπό μάλης. Σας βλέπω να’ρχεστε από μακριά, η γαλάζια κούρσα με τα φυμέ τζάμια σάς ακολουθούσε ως συνήθως, εσύ με μία τζην σαλοπέτα και ο πατέρας σου με μπλέηζερ με ασημένια κουμπιά. Καμιά πενηνταριά μέτρα προτού φτάσετε στη στάση, εσύ μπαίνεις στο ψιλικατζίδικο "Το Δαφνάκι"…
- Με έστειλε να του πάρω τσιγάρα…
- …και εκείνος συνεχίζει προς εμάς. Αδημονώ να του μιλήσω. Διασχίζω τον δρόμο και τον ζυγώνω, ο πατέρας σου με κοιτάζει τότε αλαφιασμένα και απειλητικά, πάω να ανοίξω το στόμα μου, "πίσω!" μού ουρλιάζει βραχνά, όπως σε ένα σκύλο πριν τον πετροβολήσουμε. Ενστικτωδώς κοκκαλώνω. Και τότε συνειδητοποιώ ότι πέφτουν όχι πέτρες αλλά σφαίρες. Ένα φορτηγάκι καθαριστηρίου έχει μπλοκάρει την πορεία της τζάγκουαρ, δυό τύποι με κουκούλες και οπλοπολυβόλα γαζώνουν τον οδηγό ενώ άλλοι τέσσερις έχουν περικυκλώσει τον πατέρα σου και σπρώχνοντάς τον τόν κατευθύνουν τροχάδην προς ένα τρίτο αυτοκίνητο, ταξί, που περιμένει με ανοιχτές τις πόρτες μπροστά στην είσοδο του Πανιώνιου. Το ταξί μαρσάρει κι εξαφανίζεται και η γιαγιά μου –για να εκτονώσει μάλλον την ταραχή της- μού αστράφτει ένα χαστούκι…
- Όλα αυτά τα θυμάσαι ή στα έχουν διηγηθεί;
- Τι εννοείς;
- Θα ορκιζόσουν ότι η απαγωγή εξελίχθηκε ακριβώς έτσι;
- Οι εικόνες έχουν χαραχτεί μέσα μου.
- Ναι, αλλά στη σωστή σειρά;
- Γιατί, εσύ, Κορίνα, τι θυμάσαι;
- Όταν βγήκα εγώ από το ψιλικατζίδικο είχαν όλα τελειώσει. Η γιαγιά σου, Θεός σχωρέστην, ήταν εκείνη που με έβαλε κάτω από τις φτερούγες της – οι μαμάδες των συμμαθητών μου είχαν αρπάξει τα βλαστάρια τους κι είχαν σκορπίσει πανικόβλητες. Μαζί περιμέναμε τα περιπολικά. Η μαμά μου ήρθε και με βρήκε στη Γενική Ασφάλεια…
- Όπου περάσαμε την υπόλοιπη μέρα, μέχρι που βράδιασε…
- Τον καιρό εκείνο δεν έδειχναν ακόμα ιδιαίτερη ευαισθησία απέναντι στις τρυφερές ψυχές. Σήμερα, φαντάζομαι, θα με είχαν περιλάβει ακαριαία τρεις παιδοψυχολόγοι για να διαχειριστούν το σοκ. Τότε αντίθετα είχα την τύχη να παρίσταμαι σχεδόν σε όλα όσα επακολούθησαν. Το απαιτούσα – "είμαι η μοναχοκόρη του!" έλεγα και η μάνα μου, παραδόξως, συμμορφωνόταν… Επρόκειτο για την πρώτη απαγωγή που συνέβαινε στην Ελλάδα εδώ και δεκαετίες. Στην αρχή, η αστυνομία πίστευε πως αντιμετώπιζε ένα έγκλημα του κοινού ποινικού δικαίου. Περίμεναν δύο ή τρία εικοσιτετράωρα να επικοινωνήσουν οι απαγωγείς με την οικογένεια και να ζητήσουν λύτρα. Είχαν καθησυχάσει μάλιστα τη μάνα μου ότι θα προσημείωναν τα χαρτονομίσματα και –αργά ή γρήγορα- θα τα παίρναμε κι εκείνα πίσω. Τους ήρθε συνεπώς ο ουρανός σφοντύλι όταν δέχθηκαν τηλεφώνημα να παραλάβουν την προκήρυξη απ’το καλάθι των αχρήστων.
- Πώς λεγόταν η οργάνωση;
- "Εθνική Παλιγγενεσία". Διανοείσαι πιο γελοίο όνομα; Όχι ότι το περιεχόμενο της προκήρυξης δεν ήταν αντάξιο του... Πέντε πυκνογραμμένες σελίδες που μιμούνταν τους παραληρηματικούς λόγους του δικτάτορα Παπαδόπουλου. Και στο τέλος το αίτημα: Να αποφυλακιστούν οι πρωταίτιοι της Εικοστής Πρώτης Απριλίου. Ειδάλλως ο μπαμπάς μου θα πέρναγε "εκ στόματος ρομφαίας"…
- Είχαν, θυμάμαι, στείλει και μια φωτογραφία του.
- Ναι, ναι. Να στέκεται μπροστά σε έναν άσπρο τοίχο και να κρατάει ορθάνοιχτη μιαν αθλητική εφημερίδα με την ημερομηνία της απαγωγής. Ακολουθούσαν κατά γράμμα τις μεθόδους των Ερυθρών Ταξιαρχιών. Το πτώμα άλλωστε του Άλντο Μόρο είχε βρεθεί δυό βδομάδες νωρίτερα στο πορτ-μπαγκάζ ενός αυτοκινήτου στο κέντρο της Ρώμης. Εάν όμως η ιταλική κυβέρνηση δεν είχε ενδώσει τα αιτήματα των τρομοκρατών προκειμένου να σωθεί ο ιστορικός ηγέτης της Χριστιανοδημοκρατίας, γιατί να το κάνει η ελληνική για έναν απλό κοτοπουλά σαν τον μπαμπά μου;
- Ε όχι και απλό κοτοπουλά! Από ό,τι ξέρω πλέον, είχατε τα μεγαλύτερα πτηνοτροφεία των Βαλκανίων. Οι οικολόγοι (που μόλις τότε εμφανίζονταν στο προσκήνιο) τα αποκαλούσαν "Άουσβιτς της κότας"… Επίσης ο πατέρας σου συμμετείχε έμμεσα στην πολιτική.
- Χρηματοδοτούσε δηλαδή δυό-τρία κόμματα και χαρτζηλίκωνε πεντέξι βουλευτές, άλλους επειδή τους εκτιμούσε κι άλλους για να τους έχει απλώς του χεριού του. Καλό κουμάσι ήταν κι εκείνος… Κανείς πάντως -ούτε καν οι στενοί του φίλοι που μπαινόβγαιναν σπίτι μας- δεν διανοήθηκε να υποστηρίξει δημόσια την απελευθέρωση των αρχιχουντικών. Η αντιπολίτευση επέκρινε απλώς τον Καραμανλή που τους είχε μετατρέψει τη θανατική ποινή σε ισόβια. Εάν τους είχαν εκτελέσει μετά τη δίκη τους, δεν θα μπορούσε καν να τεθεί τέτοιο ζήτημα…
- Οι ίδιοι οι χουντικοί τι στάση κράτησαν;
- Την απολύτως αναμενόμενη: Αποκήρυξαν την ενέργεια, χαρακτηρίζοντάς την προβοκάτσια στην οποία θα αρνούνταν τάχα να συμμετάσχουν. Σάμπως κι αν αποφάσιζε η κυβέρνηση να γλιτώσει τον μπαμπά μου, θα τους ζητούσε έγκριση για να τους ανταλλάξει... Γεγονός είναι ότι η αξίωση των απαγωγέων δεν είχε απορριφθεί ρητά. Τους άφηναν –μας ενημέρωναν οι υπεύθυνοι- να ελπίζουν, τους καθυστερούσαν, κέρδιζαν χρόνο, ενώ η αστυνομία "είχε εξαπολύσει ανθρωποκυνηγητό". Τότε άκουσα πρώτη φορά ετούτη την ηλίθια έκφραση…
- Το πράγμα τράβηξε καιρό…
- Δεν λες τίποτα! Αρχές Ιουνίου στάλθηκε δεύτερη προκήρυξη που ανακοίνωνε ότι ο μπαμπάς μου περνούσε ήδη από "Εθνικόν Δικαστήριον" κι ότι οι ομολογίες του θα κλόνιζαν εκ θεμελίων το "σαρακοφαγωμένο οικοδόμημα της ψευδοδημοκρατίας". Η απειλή τους έπεσε σαν την κουράδα στο νερό.
Μέσα Ιουλίου αλιεύτηκε από τα σκουπίδια η απόφαση που τον καταδίκαζε σε θάνατο. Η κοινή γνώμη, που είχε σταδιακά χάσει το ενδιαφέρον της, ξανασυγκινήθηκε επιτέλους – το θέμα επέστρεψε στα πρωτοσέλιδα. Ο Σύνδεσμος Ελληνικών Βιομηχανιών προσφέρθηκε να καταβάλει όσα λύτρα του ζητούνταν προκειμένου να αφεθεί ελεύθερο το επιφανές μέλος του. Ο Αρχιεπίσκοπος αρκέστηκε να ενημερώσει πως προσευχόταν για τη ζωή του μπαμπά μου.
Ήταν άγριες μέρες για μας. Το σπίτι μας είχε καταντήσει κέντρο διερχομένων, δίχως να λογαριάζεις τους δημοσιογράφους που ξημεροβραδιάζονταν απέξω. Ήταν προφανές ότι περίμεναν από ώρα σε ώρα την ειδοποίηση για το πού βρισκόταν το πτώμα. Η μάνα μου τότε αποφάσισε να με στείλει με το ζόρι στο θερινό πρόγραμμα ενός κολλεγίου στην Αγγλία. Τα στύλωσα κι όταν την είδα να ετοιμάζει τη βαλίτσα μου (με τα ίδια της τα χέρια μάλιστα – εκείνη που δεν έκανε σχεδόν τίποτα χωρίς τη βοήθεια της υπηρέτριας) το έσκασα και ήρθα και σας χτύπησα το κουδούνι. Ούτε θυμάμαι πού βρήκα τη διεύθυνσή σας – στον τηλεφωνικό κατάλογο υποθέτω. Η γιαγιά σου ήταν απ’τους ελάχιστους ανθρώπους που εμπιστευόμουν πλέον…
- Φυσικά η γιαγιά μου τηλεφώνησε αμέσως στη μάνα σου. Η οποία –προς τιμήν της- δέχθηκε να μείνεις για μερικές μέρες σε εμάς. Σε φιλοξενήσαμε στο δωμάτιο μου, εγώ μεταφέρθηκα στο σαλόνι. Στρωματσάδα. Ο παππούς και η γιαγιά σε φρόντιζαν πριγκηπικά. Ήσουν μάλλον η εγγονή που ποτέ δεν απέκτησαν…
- Το εκτιμούσα. Ηρεμούσα κοντά τους. Ώσπου εσύ, άθλιε, μου την έπεσες. Την έπεσες στο δωδεκάχρονο!
- Ήμουν δεκατριών.
- Επωφελήθηκες που είχαν πάει τα γερόντια στη λαϊκή αγορά και με στρίμωξες στο μπάνιο!
- Σε είχα προηγουμένως κατασκοπεύσει αρκετές φορές, γυμνή, από την κλειδαρότρυπα. Πάντως δέχθηκες πρόθυμα τα φιλιά μου…
- Ό,τι θέλεις λες!
- Το θυμάμαι σαν και τώρα.
- Παιδάκι ήμουνα.
- Όχι και τόσο… Θέλεις να μπω σε λεπτομέρειες; Τα είχα σημειώσει όλα, με το νι και με το σίγμα, ξαναμμένος, στο ημερολόγιό μου.
- Θα με μπερδεύεις με καμιάν άλλη.
- Μου πήρε τρία χρόνια να ξαναπροχωρήσω τόσο με κορίτσι.
- Ευτυχώς -γιατί σε είχα ικανό ακόμα και να με ξεπαρθενέψεις- ευτυχώς λέω επέστρεψα την ίδια μέρα άρον-άρον σπίτι μου. Οι απαγωγείς είχαν ειδοποιήσει ότι το πτώμα του μπαμπά μου βρισκόταν σε ένα έρημο νταμάρι στον Υμηττό. Η αστυνομία έσπευσε, δεν βρήκε όμως παρά τα ρούχα του. Όλα τα ρούχα του, απλωμένα στο χώμα. Το παντελόνι και το πουκάμισο κουμπωμένα, η γραββάτα δεμένη. Σαν να τον είχαν ξαπλώσει μπρούμυτα κι εκείνος να’χε εξαερωθεί. Το πράγμα εκτός από μακάβριο καταντούσε και κακόγουστο…
Η τελευταία προκήρυξη ελήφθη τον Δεκαπενταύγουστο: "Δεν θα σας κάνουμε" έγραφαν "τη χάρη να σας τον επιστρέψουμε νεκρό, για να τον μετατρέψετε σε ήρωα. Όσο οι ηγέτες μας θα σαπίζουν στη φυλακή σας, τόσο ο λακές του καθεστώτος σας θα σαπίζει στο δικό μας κελλί. Ή στο δικό μας φέρετρο." Ακολούθησε σιωπή. Ούτε φωνή ούτε ακρόαση…
- Η ζωή ωστόσο συνεχίστηκε.
- Όπως συμβαίνει σχεδόν πάντα. Το 1982 -πήγαινα πιά στην τρίτη γυμνασίου- ο μπαμπάς μου κηρύχθηκε επισήμως σε αφάνεια. Η έννομη τάξη τον εξομοίωσε δηλαδή με πεθαμένο, προϋπόθεση αναγκαία για να μπορέσει η μάνα μου να ξαναπαντρευτεί. Έβγαινε με εκείνον τον γλοιώδη μουστάκια και μου το έκρυβε επιμελώς. Ως επίλογος της επίγειας ύπαρξης του μπαμπά μου, διοργανώθηκε μια σεμνή τελετή στην Εστία Νέας Σμύρνης. Εκφωνήθηκαν λόγοι που η πατίνα του χρόνου τούς είχε ευτυχώς απαλλάξει από δακρύβρεχτες κορώνες. Πήγαμε έπειτα εν πομπή στο νεκροταφείο, όπου ο δήμαρχος ετέλεσε τα αποκαλυπτήρια ενός αξιοθρήνητου μνημείου, τεχνοτροπίας σοσιαλιστικού ρεαλισμού. Η μάνα μου έδωσε εντολή στην υπηρέτρια να ανανεώνει τα λουλούδια στη βάση του καθημερινά. Άνοιξε επί τούτου και λογαριασμό στο καλύτερο ανθοπωλείο της γειτονιάς.
- Πικρόχολη σε βρίσκω. Τι να’κανε η γυναίκα;
- Καθένας κάνει ό,τι μπορεί… Ας επιστρέψουμε όμως τώρα στο πρωινό της εικοστής πέμπτης Μαϊου του 1978. Είσαι απολύτως βέβαιος –σε ξαναρωτώ- ότι η απαγωγή εξελίχθηκε ακριβώς όπως μου τη διηγήθηκες;
-…
-Ότι ο μπαμπάς μου σου έκοψε τη φόρα και σε κράτησε μακριά του ενώ είχε ήδη ξεκινήσει η όλη φάση; Ή μήπως το’κανε λίγα δευτερόλεπτα νωρίτερα;
-…
- Τι με κοιτάζεις άναυδος; Καταλαβαίνεις την κρίσιμη διαφορά; Στην πρώτη περίπτωση, τα καταπληκτικά αντανακλαστικά του σού έσωσαν πιθανόν τη ζωή. Στη δεύτερη, ο μπαμπάς μου ήξερε ότι από στιγμή σε στιγμή θα τον περικύκλωναν. Το ήξερε επειδή, πολύ απλά, είχε σχεδιάσει μόνος του την απαγωγή του.
- Με σκοπό;
- Να δραπετεύσει από την καθημερινότητα του. Να το σκάσει από όλους μας!
- Για ποιο λόγο;
- Πάντοτε υπάρχουν λόγοι για να ξαναγεννηθείς…
- Πας καλά, Κορίνα; Γιατί να κάνει όλη αυτή τη σκηνοθεσία; Μπορούσε απλώς να ρίξει μαύρη πέτρα πίσω του. Να χωρίσει. Να πουλήσει την επιχείρηση. Να μεταναστεύσει.
- Ήταν θεατράλε τύπος ο μπαμπάς μου… Θες κι άλλους λόγους; Τα πτηνοτροφεία είχαν πάρει την κατιούσα – τα χρέη τους στις τράπεζες ήταν μεγαλύτερα από την αξία τους! Ίσως η μάνα μου να συναντιόταν ήδη στα μουλωχτά με τον γλοιώδη μουστάκια!
- Παραλογίζεσαι.
- Τον Οκτώβριο του 1986 είχα πάει στη Νέα Υόρκη να επισκεφθώ τον γκόμενό μου. Αράζαμε μια Κυριακή στο Σέντραλ Παρκ, σε ένα παγκάκι μασουλώντας μπέγκελς. Ξέρεις, αυτά τα μεγάλα αλμυρά κουλούρια. Τότε τον ξαναείδα για πρώτη φορά. Τον αναγνώρισα από απόσταση, απ’το χαρακτηριστικό του βάδισμα. Τα μαλλιά του είχαν γκριζάρει μα κατά τα άλλα ήταν ίδιος κι απαράλλακτος. Έσπρωχνε ένα μωρουδιακό καρότσι. Δίπλα του περπατούσε μια πολύ ψηλή Κινέζα.
- Και;
- Τι και; Κοκκάλωσα! Πέρασε από μπροστά μου καμαρωτός κι εγώ ούτε κιχ δεν έβγαλα. Είχα κολλήσει μόνο πάνω του τα γουρλωμένα μάτια μου. Μού πήρε ώρες ώσπου να συνέλθω. Στον γκόμενο μου δεν είπα κουβέντα. Από τότε τον έβλεπα κάθε βράδυ στον ύπνο μου. Πότε ότι σηκωνόμουν από το παγκάκι και πέφταμε ο ένας στην αγκαλιά του άλλου, πότε ότι παραφύλαγα και τον μαχαίρωνα στην πλάτη. Κι όλες τις ενδιάμεσες παραλλαγές… Τρεισίμισυ χρόνια μετά, τον πέτυχα στο λόμπυ ενός μικρού ξενοδοχείου στο Παρίσι. Εγώ έπινα στο μπαρ κι εκείνος στεκόταν στην άλλη άκρη της αίθουσας, στη ρεσεψιόν, και μέτραγε κάτι τσαλακωμένα χαρτονομίσματα. Φορούσε μια παλιομοδίτικη άσπρη καμπαρντίνα και γυαλιά πρεσβυωπίας. Είχε εντυπωσιακά κυρτώσει.
- Και πάλι έμεινες στήλη άλατος να υποθέσω…
- Ναι. Όπως και στο μετρό της Βουδαπέστης και στο φανάρι της Όξφορντ Στρητ και σε ένα παλαιοπωλείο στην Ιερουσαλήμ, να παζαρεύει –σε πολύ κακά γαλλικά- ποσότητες μπουκαλάκια με νερό του Ιορδάνη, για να τα εμπορευτεί ποιος ξέρει πού…
- Τον πετυχαίνεις τακτικά…
- Κάθε δυό-τρια χρόνια διασταυρωνόμαστε. Μόλις κοντεύω να τον ξεχάσω, νάτος πάλι μπροστά μου! Να μου υπενθυμίζει απλώς την ύπαρξή του. Οι συναντήσεις μας –εκτός από την πρώτη ίσως- έχουν κάτι πολύ πικρό. Ξεχειλίζω μετά από τύψεις. Σάμπως να φταίω εγώ. Σαν να τον εγκατέλειψα εγώ εκείνο το πρωί, στις εικοσιπέντε Μαϊου του 1978!
- Και πάντα στο εξωτερικό…
- Όχι πάντα.
- Το έχεις συζητήσει με κανέναν ειδικό;
- Εννοείς ότι βλέπω φαντάσματα; Ότι στο μεταξύ σπούδασα, παντρεύτηκα, απέκτησα παιδί, χώρισα, αποκαταστάθηκα επαγγελματικά –τι έκφραση!- κι όμως, ένα κομμάτι του εαυτού μου, έχει κολλήσει στη στιγμή της απαγωγής και μου δημιουργεί παραισθήσεις;
- Κι ότι με κάλεσες σ’ετούτο εδώ το ζαχαροπλαστείο –είχαμε να ιδωθούμε σαρανταπέντε χρόνια- με την ελπίδα ότι θα σε διαβεβαιώσω πως ο πατέρας σου πράγματι απήχθη από κάποιους χουντικούς τρομοκράτες που τον εξαφανίσανε από προσώπου γης. Και πως δεν σε παράτησε στα κρύα του λουτρού. Ε ναι, λοιπόν. Έτσι ακριβώς συνέβη, σου τ’ορκίζομαι. Δεν θα’χε μεγάλη διαφορά αν είχε χαθεί σε ναυάγιο. Ο τάφος του αγαπημένου μας νεκρού δίνει παρηγοριά, ασφάλεια. Όποιος όμως δεν θάφτηκε απ’τα χέρια μας, δεν σημαίνει ότι στοίχειωσε κιόλας…
- Μα δεν σε κάλεσα για αυτό.
- Αλλά;
- Για κοίτα μεσ’στο ζαχαροπλαστείο, ποιός κρατάει το ταμείο…
Καθόμασταν σε ένα τραπεζάκι στο πεζοδρόμιο. Ο ήλιος είχε μόλις δύσει, δεν αντανακλούσε πιά στην τζαμαρία. Γύρισα και τον αντίκρισα. Ένα γκαρσόνι, συνομήλικο του, κάτι του ψιθύριζε στο αυτί κι εκείνος κουνούσε με κατανόηση το κατσαρομάλλικο κεφάλι του. Ήταν εκείνος, δεν χωρούσε αμφιβολία! Το αλαφιασμένο ύφος μου έκανε την Κορίνα να χαμογελάσει θριαμβευτικά.
- Πάω τώρα να του μιλήσω!
- Θα πας να του μιλήσεις;
- Γιατί; Κωλώνω νομίζεις;
Σηκώθηκα σχεδόν νταηλίδικα και όρμησα προς τα ενδότερα. Μα στο κατώφλι φρέναρα. Γιατί διέκρινα ανάμεσα στους θαμώνες τον παππού και τη γιαγιά μου –εκείνη του διάβαζε έναν κιτρινισμένο "Ριζοσπάστη" κι εκείνος έκλεβε μικρές κουταλιές από την πασταφλόρα της. Στο διπλανό τραπέζι, ο κολλητός μου στο πανεπιστήμιο, ο Γιώργος έψηνε μια καινούργια γκόμενα – οι θανατηφόρες κρανιοεγκεφαλικές κακώσεις του ούτε που φαίνονταν. Και παραδίπλα, καθισμένο στο πάτωμα, ένα ξανθό αγοράκι που μου έμοιαζε, μουντζούρωνε με τέμπερες ένα μπλοκ ιχνογραφίας…
Φρέναρα και πισωπάτησα. Από την παράλληλη πραγματικότητα μας χωρίζει μονάχα μια μεμβράνη, η οποία ώρες-ώρες γίνεται διαφανής και λεπτότατη. Δεν βρήκα το κουράγιο (ούτε και τον λόγο) να τη ξύσω ακόμα με το νύχι μου.-
Χ.Α.ΧΩΜΕΝΙΔΗΣ
Ο τίτλος είναι εμπνευσμένος από το άλμπουμ των Κόρε Ύδρο.
* Ο Χρήστος Χωμενίδης είναι συγγραφέας
Πηγή: capital.gr
Οι πιο πρόσφατες Ειδήσεις
Διαβάστε πρώτοι τις Ειδήσεις για ό,τι συμβαίνει τώρα στην Ελλάδα και τον Κόσμο στο thetoc.gr