"Κάθε ανθρώπινος οργανισμός έχει και το δικό του όριο αφομοίωσης ποσοτήτων δυστυχίας και μιζέριας. Εάν υπερβούμε αυτό το όριο, όση απόγνωση πλέον και να παραχώσουμε, ο οργανισμός θα αντιδρά πάντα με τον μόνο δυνατό για κείνον τρόπο. Με την εθελοτυφλία. Κάνετε κι εσείς το τεστ αν δεν με πιστεύετε. Προσπαθήστε να θυμηθείτε πόσα συγκινησιακά αποθέματα αφιερώσατε στον πρώτο νεκρό του Ιράκ και πόσα στον εκατοστό χιλιοστό. Το φαινόμενο ονομάζεται ακηδία, είναι γνωστό τόσο στο Πεντάγωνο όσο και στον Ερυθρό Σταυρό, συναπαντάται σε όλα τα επαγγέλματα, είναι όμως εξαιρετικά καταστροφικό αν πλήξει γιατρούς, δικηγόρους, στρατιωτικούς, κοινωνικούς λειτουργούς ή κατά συρροήν δολοφόνους".
Ανέτρεξα σε αυτές τις γραμμές που έγραψα πριν από είκοσι χρόνια, στο βιβλίο μου "Η καλοσύνη των ξένων", καθώς προσπαθούσα να συνέλθω από το ταρακούνημα μιας ξαφνικής εισβολής "σφαγών" στο σαλόνι μου. Η παρουσιάστρια του τηλεοπτικού δελτίου ειδήσεων ήταν σαφής –"οι σκηνές που θα ακολουθήσουν είναι σκληρές, απομακρύνετε τα μικρά παιδιά από τις οθόνες"- αλλά εγώ δεν ήμουν μικρό παιδί, ούτε καν μεγάλο παιδί κι ευλόγως υπέθεσα ότι η απαγορευτική προειδοποίηση της παρουσιάστριας δεν συμπεριελάμβανε άτομα που διανύουν πάνω από έξι δεκαετίες στον πλανήτη.
Οι σφαγές λάμβαναν χώρα τώρα, σήμερα, το σωτήριο έτος 2025, στο Σουδάν, σε έναν από εκείνους τους πολέμους που έχουμε συνηθίσει να αποκαλούμε "ξεχασμένους". Συμπτωματικά, είχα ξανακούσει για τον "ξεχασμένο πόλεμο" του Σουδάν, καθώς ένας από τους εκδότες μου, ο Νίκος Χατζόπουλος του "Οξύ", πηγαινοερχόταν παλαιότερα για δουλειές στο Χαρτούμ και ανανέωνε κάθε φορά τη φρίκη που μας μετέφερε με τις αφηγήσεις του, ακριβώς τη στιγμή που κοντεύαμε να συνέλθουμε από τη φρίκη των προηγουμένων του αφηγήσεων. Το αποτύπωμα της φρίκης, ωστόσο, γινόταν με τον καιρό ολοένα και πιο αχνό. "Κάπου κάποιοι σφάζονται", ήταν η πικρή διαπίστωση· περίπου σαν νοσηρή "κανονικότητα".
Τα πλάνα από τις περισσότερες, αν όχι όλες τις νωπές φρικαλεότητες στο Σουδάν ήταν τραβηγμένα με κινητά: προφανώς οι "εικονολήπτες" ήταν ανάμεσα στους θύτες, εκείνους που έσφαζαν και όχι εκείνους που σφάζονταν, περήφανοι για το "θεάρεστο" έργο τους. Ανακάλεσα στη μνήμη μου μία από τις πρώτες φρικαλεότητες που, αποτυπωμένη σε πολλά κινητά ταυτόχρονα, είχε κάνει τον γύρο του κόσμου: το λιντσάρισμα του δικτάτορα Μουαμάρ Καντάφι, τον Οκτώβριο του 2011.
Έκτοτε διανύσαμε πάνω από μια δεκαετία "εξοικείωσης" με τις φρικαλεότητες, ενόσω δεν χρειαζόταν πλέον να είσαι φωτορεπόρτερ ώστε να βρεθείς στο "σωστό μέρος, τη σωστή ώρα" και παράλληλα η παλιά ειρωνική ρήση "δεν έγινε, εάν δεν το έδειξε η τηλεόραση" αντικαταστάθηκε update από την πιο εύστοχη "δεν το είδες πραγματικά, εάν δεν το κατέγραψες με το κινητό σου".
Η μνήμη του κινητού μας όμως –ακόμη και του πιο απαρχαιωμένου μοντέλου- θα είναι πάντοτε "ευρύτερη" από τη δική μας μνήμη. Δεν είναι τόσο ζήτημα στενότητας χώρου, όσο εθελοτυφλίας ή/και ακηδίας, τουτέστιν αναισθησίας, όπως έγραφα προ εικοσαετίας. Πόσες πανανθρώπινες "τραγωδίες" να αντέξουμε κι εμείς οι έρμοι, πέρα από τις προσωπικές μας που συχνά, για εμάς τουλάχιστον, είναι και οι πιο αβάσταχτες; Προτιμούμε ή/και υποχρεωνόμαστε να αφήσουμε τις πιο πολλές "εκτός κάδρου", έστω και αν έχουν βρεθεί "εντός κάδρου" κάποιου κινητού, έστω και αν η τηλεόραση ή τα social media (εκεί και αν γίνεται ο κακός χαμός) τις έχουν διανείμει σε αμέτρητους ανυποψίαστους, την ώρα που χαλαρώνουν με τα παιδιά τους ή βγάζουν το μεσημεριανό από το φούρνο μικροκυμάτων. Αυτομάτως τις κάνουμε delete. Όχι μόνο από τη μνήμη μας. Από τη συνείδησή μας.
Οι πιο πρόσφατες Ειδήσεις
Διαβάστε πρώτοι τις Ειδήσεις για ό,τι συμβαίνει τώρα στην Ελλάδα και τον Κόσμο στο thetoc.gr