
Η κουζίνα στο ελληνικό σπίτι έχει μια σημασία που ξεπερνά την απλή λειτουργία της παρασκευής φαγητού.
Παραδοσιακά, αποτέλεσε τον πιο ζεστό και "ζωντανό" χώρο, εκεί όπου συγκεντρωνόταν η οικογένεια, όπου οι γεύσεις, οι μυρωδιές και οι συζητήσεις συνδέονταν σε μια καθημερινή τελετουργία.
Στις παλιότερες γενιές, η κουζίνα ήταν συχνά το κέντρο της κατοικίας: οι γιαγιάδες μαγείρευαν για ολόκληρη την οικογένεια, τα παιδιά έπαιζαν δίπλα, και οι ιστορίες περνούσαν από στόμα σε στόμα γύρω από το τραπέζι.

Με την πάροδο των χρόνων, η εικόνα της ελληνικής κατοικίας άλλαξε και το καθιστικό ανέλαβε τον ρόλο του "επίσημου" χώρου υποδοχής. Ωστόσο, η κουζίνα συνέχισε να κρατά έναν πιο οικείο, αυθεντικό χαρακτήρα. Σήμερα, μέσα από νέες αρχιτεκτονικές τάσεις, η κουζίνα επιστρέφει δυναμικά στο επίκεντρο. Οι ανοιχτές διαρρυθμίσεις, τα μεγάλα τραπέζια και οι χώροι που ενθαρρύνουν τη συλλογικότητα επαναφέρουν την έννοια της κουζίνας ως τόπου συνάντησης.

Η σημασία της κουζίνας στο ελληνικό σπίτι βρίσκεται λοιπόν στη διπλή της φύση: είναι χώρος πρακτικός αλλά και συμβολικός. Εκεί πλάθονται οι γεύσεις, αλλά και οι σχέσεις· εκεί η καθημερινότητα αποκτά μορφή και η φιλοξενία εκφράζεται στην πιο άμεση και ανθρώπινη εκδοχή της.


Η ανακαίνιση (2021–2022) λοιπόν του διαμερίσματος στην Πάτρα, αποφεύγει συνειδητά το συμβατικό καθιστικό και θέτει την κουζίνα, με ένα μεγάλο τραπέζι ως "άγκυρα" του χώρου, στον ρόλο της σκηνής όπου εκτυλίσσεται η καθημερινότητα. Το έργο αντλεί τον τίτλο του από τον πίνακα του Jonathan Leaman "A Jan Steen Kitchen", ο οποίος με τη σειρά του συνομιλεί με τις οικιακές σκηνές του Jan Steen· έτσι εγκαθιδρύεται μια διπλή αναφορά: η κουζίνα ως θεατρικότητα του οικιακού, αλλά και ως πολιτισμικό αντικείμενο, ένα tableau vivant που πλαισιώνει σώματα, σχέσεις και συνήθειες.
Στον σχεδιασμό, η Κιούρτη οργανώνει το διαμέρισμα ώστε το τραπέζι να δεσπόζει όχι μόνο λειτουργικά αλλά και εικονικά: το βλέμμα "καλείται" να σταθεί εκεί όπου συμβαίνουν τα σημαντικά, το μαγείρεμα, το φαγητό, η συζήτηση, η συνάθροιση.

Η μετατόπιση του κέντρου βάρους από το σαλόνι στην κουζίνα αναδιατάσσει την τυπολογία της ελληνικής κατοικίας, προωθώντας μια χωρική αφήγηση όπου το καθημερινό γίνεται καμβάς έκθεσης. Η ίδια η αρχιτέκτων έχει περιγράψει το έργο ως επίτηδες "άνευ συμβατικού καθιστικού", ακριβώς για να επιτρέψει στην κοινωνικότητα να αρθρωθεί γύρω από την πράξη της συν-εστίασης.
Ιδιαίτερη σημασία έχει το θεωρητικό υπόβαθρο: η Κιούρτη εντάσσει την προσέγγιση στον "Συγκινησιακό Λειτουργισμό", έναν σχεδιαστικό τρόπο σκέψης που διασταυρώνει ανθρωπολογικές, κοινωνιολογικές και ψυχαναλυτικές παρατηρήσεις με την υλική οργάνωση του χώρου. Εδώ, η λειτουργία δεν εξαντλείται σε τετραγωνικά και εργονομικά διαγράμματα· συνδέεται με το πώς οι ένοικοι επιθυμούν να βιώνουν την καθημερινή τους σκηνή, πώς θέλουν να βλέπουν και να φαίνονται, πώς συγκροτείται μια "οικογενειακή/φιλική" δημόσια σφαίρα μέσα στο σπίτι.

Το αποτέλεσμα είναι μια κουζίνα που δουλεύει ως μηχανή κοινωνικότητας: φως, επιφάνειες εργασίας, κυκλοφορίες και καθίσματα ενορχηστρώνονται ώστε οι ροές να καταλήγουν στο τραπέζι σαν στο επίκεντρο μιας ζωντανής εγκατάστασης. Η αισθητική αναφορά στους ολλανδικούς πίνακες εσωτερικών σκηνών δεν είναι επιφανειακή. Ο Leaman, τιμώντας τον Jan Steen, αναδεικνύει την οικιακή καθημερινότητα ως υψηλή θεματολογία· η Κιούρτη μεταφράζει αυτή την ιδέα σε αρχιτεκτονική, αναβαθμίζοντας τη μαγειρική και το δείπνο σε πρωταγωνιστές της σύνθεσης.

Η "σκηνογραφία" της κουζίνας υπονοεί μια διάταξη όπου οι πράξεις αφήνουν ίχνη—σκεύη, υφές, επιφάνειες—και αυτά τα ίχνη συνθέτουν εικόνες ζωής. Έτσι, ο χώρος λειτουργεί ταυτόχρονα ως εργαστήριο και ως σκηνικό, ένα σύγχρονο cabinet της οικιακής εμπειρίας.
Η αναγνώριση του έργου στον ελληνικό χώρο ήταν άμεση: το "A Jonathan Leaman Kitchen" συμπεριλήφθηκε στις υποψηφιότητες και τις βραχείες λίστες των GRAIL Awards 2024 και απέσπασε έπαινο στην κατηγορία "Κατοικία 100 τ.μ. και πάνω". Η επιτροπή ανέδειξε την ιδιαιτερότητα της πρότασης, δηλαδή την ριζική αναδιατύπωση του προγράμματος κατοίκησης· η κουζίνα ως τόπος συνάντησης και όχι απλώς ως υποστηρικτική υποδομή. Σε επίπεδο αρχιτεκτονικής γλώσσας, το πρότζεκτ προβάλλει καθαρότητα γραμμών και ευκρινή ιεράρχηση: οι διαδρομές είναι ευθείες, οι κόμβοι χρήσεων διακριτοί, οι επιφάνειες μεγάλες και ανοιχτές στην εναλλαγή δραστηριοτήτων.

Η κλίμακα του τραπεζιού επιβάλλει ρυθμό και μέτρο, ενώ η διάταξη των καθισμάτων επιτρέπει διαφορετικές "σκηνές"—από το γρήγορο πρωινό, μέχρι το πολυπρόσωπο γεύμα. Δεν είναι τυχαίο ότι η ίδια η αρχιτέκτων έχει δηλώσει πως όταν η παρέα τρώει, η εικόνα θυμίζει έργο τέχνης· πρόκειται για τη συνειδητή μεταποίηση του καθημερινού σε εικαστικό γεγονός.
Η φωτογραφική αποτύπωση του Νίκου Ψαθογιαννάκη ενισχύει αυτή την ανάγνωση, τονίζοντας το θεατρικό της σύνθεσης.
Τελικά, το "A Jonathan Leaman Kitchen" δεν είναι απλώς μια ευρηματική ανακαίνιση· είναι μια πρόταση πολιτισμική για την ελληνική κατοίκηση: να ξανασκεφτούμε την οικία όχι ως άθροισμα δωματίων αλλά ως "σκηνή" κοινωνικών σχέσεων, όπου η τροφή, ο λόγος και η συνεύρεση αποκτούν κεντρικότητα. Στην Πάτρα, μια κουζίνα γίνεται μανιφέστο—κι αυτό το μανιφέστο συνομιλεί με την ιστορία της τέχνης, με τη σύγχρονη θεωρία του χώρου και με τις πραγματικές ανάγκες των ανθρώπων που κατοικούν.

Οι πιο πρόσφατες Ειδήσεις
Διαβάστε πρώτοι τις Ειδήσεις για ό,τι συμβαίνει τώρα στην Ελλάδα και τον Κόσμο στο thetoc.gr