
Η πικρή εμπειρία από την πλημμελή εφαρμογή και τις ισχνές επιδόσεις όλων των προηγούμενων κοινοτικών διαρθρωτικών πακέτων μετά το 1990 δεν δικαιολογούν αισιοδοξία για καλύτερη αξιοποίηση αν δεν προωθηθούν οι διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις, για τις οποίες δεσμεύονται όλες οι ελληνικές κυβερνήσεις.
Σε μια ορθολογικά λειτουργούσα οικονομία, ακόμα και μία σταγόνα πόρων αν πέσει, έχει ικανοποιητικό πολλαπλασιαστή ή συντελεστή απόδοσης σε πολλούς τομείς οικονομικής δραστηριότητας. Κι αυτό προφανώς εννοεί η κυβέρνηση λέγοντας ότι παράλληλα προωθούνται διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις για να εξασφαλιστεί η επίτευξη των στόχων από την αξιοποίηση εθνικών και κοινοτικών πόρων.
Μακάρι! Η εμπειρία από την αξιοποίηση όλων των προηγούμενων κοινοτικών προγραμμάτων δεν ενισχύει τη διάθεση για αισιοδοξία. Πέρα από αυτά που είχε δεσμευτεί η χώρα να υλοποιήσει στο πλαίσιο της Στρατηγικής της Λισσαβόνας (Μάρτιος 2000), ήδη από το 1988 τα γνωστά Διαρθρωτικά Ταμεία, δηλαδή το Ταμείο για την Περιφερειακή Ανάπτυξη, το Κοινωνικό Ταμείο και το Τμήμα Προσανατολισμού του Γεωργικού Ταμείου (καθώς και το Χρηματοδοτικό Όργανο για τον Προσανατολισμό της Αλιείας), τα Κοινοτικά Πλαίσια Στήριξης (ΚΠΣ), τα γνωστά ως "Πακέτα Ντελόρ" (ακόμα και το πρόσφατο από το 2018 Πακέτο Γιούνκερ, το Ταμείο Συνοχής, τα γνωστά ως "Εθνικό Στρατηγικό Πλαίσιο Αναφοράς" (ΕΣΠΑ), όλα είχαν έντονο αναπτυξιακό στόχο, και μάλιστα μετρήσιμο (επιτάχυνση του ρυθμού αύξησης του ΑΕΠ κατά 1,1 ποσοστιαία μονάδα, ενίσχυση του ΑΕΠ κατά 6,5% κλπ.).
Από το 1989 η ελληνική οικονομία ενισχυόταν σημαντικά με αυτά τα Διαρθρωτικά Προγράμματα (ΚΠΣ 1989-1993, ΚΠΣ 1994-1999 κλπ). Εκτιμάται ότι κατά τη μακρά αυτή περίοδο εισέρρευσαν στην Ελλάδα μέσω όλων αυτών των προγραμμάτων πάνω από 200 δισ. ευρώ, αλλά οι ρυθμοί ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας δεν ήταν ικανοποιητικοί. Το ρεκόρ ανάπτυξης κατά τη μεταπολιτευτική περίοδο σημειώθηκε, με εξαίρεση το 6,4% το 1978, το 2006 (5,5%) όταν ήταν σε εξέλιξη σημαντική εισροή κοινοτικών πόρων από παχυλά προγράμματα. Την περίοδο 2000-2006, η Ελλάδα ενισχύεται με σημαντικούς πόρους από τα Διαρθρωτικά Ταμεία της Ευρωπαϊκής Ένωσης στα πλαίσια της Ευρωπαϊκής Περιφερειακής Πολιτικής.
Οι πόροι αυτοί έπρεπε να είχαν δημιουργήσει τις προϋποθέσεις για υψηλότερη μακροπρόθεσμη ανάπτυξη, να οδηγούσαν σε πραγματική σύγκλιση με τις υπόλοιπες οικονομίες των κρατών μελών και να συνέβαλαν στην αντιμετώπιση των βασικών ελλείψεων της οικονομικής και κοινωνικής ζωής, κυρίως στους τομείς των υποδομών, της ανάπτυξης των ανθρώπινων πόρων και της παραγωγικότητας. Η στήριξη αυτή προς την Ελλάδα παρεχόταν τότε από την Ευρωπαϊκή Ένωση μέσω α) του Κοινοτικού Πλαισίου Στήριξης β) των Κοινοτικών Πρωτοβουλιών και γ) του Ταμείου Συνοχής. Μόνο οι συνολικοί χρηματοδοτικοί πόροι του Γ΄ Κοινοτικού Πλαισίου Στήριξης και του Ταμείου Συνοχής ανέρχονται σε 48,30 δισ. ευρώ, η συνολική δημόσια δαπάνη ανέρχεται σε 37,67 δισ. ευρώ και η εκτιμώμενη ιδιωτική συμμετοχή ανέρχεται σε 10,63 δισ. ευρώ.
Μόνιμο και επαναλαμβανόμενο πρόβλημα ήταν η απορρόφηση των κοινοτικών πόρων. Του πρώτου ΚΠΣ, για παράδειγμα, δεν απορροφήθηκε πάνω από το ένα πέμπτο των προγραμματισμένων πόρων, ενώ, όπως επισημαίνει και πρόσφατη μελέτη της ΔιαΝΕΟσις, ότι και από το ΕΣΠΑ 2014-2020 παρατηρούνται καθυστερήσεις στην εκτέλεση των προγραμματισμένων έργων, καθώς κοινοτικά κονδύλια 13,2 δισ. ευρώ από τα 23,8 δισ. ευρώ παραμένουν αναξιοποίητα…
Η προγραμματισμένη συμμετοχή του ιδιωτικού τομέα (κατά 30% του συνόλου) τελικά δεν ξεπερνούσε το 10% ενώ στο τελικό αποτέλεσμα υπολογίζεται ότι κατώτερη κατά ένα πέμπτο.
Και ο προγραμματισμένος στόχος ήταν μέχρι το 2000 να έχει κατασκευαστεί μήκος αυτοκινητοδρόμου άνω των 1.000 χιλιομέτρων, δηλαδή 10 φορές μεγαλύτερο της οδού που κατασκευάστηκε από το προηγούμενο ΚΠΣ...
Οι πιο πρόσφατες Ειδήσεις
Διαβάστε πρώτοι τις Ειδήσεις για ό,τι συμβαίνει τώρα στην Ελλάδα και τον Κόσμο στο thetoc.gr