
Ακόμη μια δυσάρεστη «πρωτιά» βιώνει η Ελλάδα, που πέρα από την σχεδόν μια δεκαετία ύφεσης, έχει και τις μεγαλύτερες φορολογικές επιβαρύνσεις επιχειρήσεων και ιδιωτών στην Ευρώπη.
Σύμφωνα με την έκθεση του Οργανισμού Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης (ΟΟΣΑ), τη διετία 2015-2016, η Ελλάδα σε αντίθεση με τα άλλα κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης αύξησε τους φόρους και τις εισφορές στα ασφαλιστικά ταμεία επειδή έθεσε σε προτεραιότητα την επίτευξη των δημοσιονομικών της στόχων. Η πρακτική αυτή βέβαια συνήθως φέρνει τα αντίθετα από τα επιδιωκόμενα αποτελέσματα και ένα φαύλο κύκλο παρενεργειών στην οικονομία, μια εκ των οποίων είναι και η μείωση της ανταγωνιστικότητας της χώρας.
Η αναποτελεσματικότητα της υπερβολικής φορολόγησης
Δεν είναι βέβαια μόνο οι ελληνικές κυβερνήσεις που φορολογούν «ό,τι μπορούν» για να αυξήσουν τα έσοδά τους. Κατά καιρούς, διάφορες κυβερνήσεις ανά τον κόσμο, και με διάφορα προσχήματα, επιβάλλουν επιπλέον φόρους σε διάφορα προϊόντα.
Χαρακτηριστικό είναι και το παράδειγμα της Δανίας, όπου, ο φόρος των «λιπαρών», που επιβλήθηκε το 2013 ανακλήθηκε μετά από 15 μήνες καθώς οδήγησε σε 1.300 χαμένες θέσεις εργασίας, αφού πολλοί αγοραστές κατέφυγαν σε αγορές χωρίς αντίστοιχους φόρους. Αξίζει να σημειωθεί ότι και ο φόρος στα σακχαρούχα αναψυκτικά, που ίσχυε από το 1934 επίσης ανακλήθηκε, όντας αντιπαραγωγικός για τα κρατικά έσοδα αλλά και την υγεία, αφού το κράτος απώλεσε 38,9 εκατομμύρια ευρώ από ΦΠΑ, λόγω των παράνομων αγορών αναψυκτικών.
Στο Μεξικό, ο φόρος στα αναψυκτικά με ζάχαρη που επιβλήθηκε το 2014, οδήγησε σε πτώση στις πωλήσεις κατά 12% την πρώτη χρονιά που επιβλήθηκε αλλά και σε 10.815 λιγότερες θέσεις εργασίας. Αξίζει να σημειωθεί ότι η μεγαλύτερη μείωση σημειώθηκε στα νοικοκυριά με τα χαμηλότερα εισοδήματα, όπου οι μηνιαίες αγορές σημείωσαν πτώση κατά 17 %.
Ομοίως στη Γαλλία, η εφαρμογή του φόρου αυτού δεν ήταν επιτυχημένη. Αντίθετα, οδήγησε σε αύξηση του πληθωρισμού της τάξης του 2,8% και επιβάρυνε ακόμη περισσότερο τα νοικοκυριά, με επιπλέον έξοδα ύψους 90 εκατομμυρίων ευρώ.
Επιπροσθέτως, στο Ηνωμένο Βασίλειο, ο φόρος στα αναψυκτικά με ζάχαρη που θα τεθεί σε ισχύ τον Απρίλιο του 2018 έχει ευρέως κατακριθεί ως επιβλαβής για την οικονομική ανάπτυξη της χώρας αλλά και την απασχόληση, καθώς πιθανότατα θα οδηγήσει σε 5.624 λιγότερες θέσεις εργασίας στον κλάδο των αναψυκτικών.
Η Φινλανδία επίσης κατήργησε το σχέδιο για αντικατάσταση του τρέχοντα φόρου στα γλυκά με εκείνον της ζάχαρης, με τον τότε υπουργό Οικονομικών, Alexander Staub, να τον χαρακτηρίζει ως ένα «γραφειοκρατικό βάρος».
Οι άστοχοι φόροι πλήττουν την εθνική οικονομία και κοινωνία
Η διεθνής εμπειρία έχει δείξει σαφώς ότι τα σπασμωδικά και μη επαρκώς μελετημένα πρόσθετα φορολογικά μέτρα φέρνουν αντίθετα αποτελέσματα και γιγαντώνουν το παραεμπόριο, την κατανάλωση φθηνότερων αλλά μη ποιοτικών ή και ανθυγιεινών προϊόντων, καθώς ο καταναλωτής, με ήδη μειωμένο το διαθέσιμο εισόδημά του, θα στραφεί όπου μπορεί για να βρει έστω υποκατάστατα των αγαπημένων του προϊόντων. Τα προϊόντα αυτά όμως δεν είναι της ίδιας ποιότητας, ούτε πληρούν τις ενδεδειγμένες προδιαγραφές. Πολλοί καταναλωτές, εφόσον αυτό είναι εφικτό, στρέφονται ακόμη και σε διασυνοριακές αγορές, στερώντας έτσι έσοδα από το κράτος.
Η υπερφορολόγηση δημιουργεί τελικά έναν φαύλο κύκλο απωλειών εσόδων, όχι μόνο από την κατανάλωση αλλά και από την αγορά εργασίας, με άμεσο αντίκτυπο στην κοινωνία. Φόροι όπως ο φόρος των λιπαρών ή «ο φόρος ζάχαρης» αποτελούν μια αποτυχημένη συνταγή, ειδικά σε χώρες με οικονομική ύφεση, αποτελώντας τροχοπέδη για την ανάπτυξή τους και υποβαθμίζοντας ακόμη περισσότερο την ανταγωνιστικότητά τους.
Οι πιο πρόσφατες Ειδήσεις
Διαβάστε πρώτοι τις Ειδήσεις για ό,τι συμβαίνει τώρα στην Ελλάδα και τον Κόσμο στο thetoc.gr