
Αρχή μυθιστορήματος ή ρεπορτάζ από το -όχι και τόσο μακρινό- μέλλον;
I
Έπρεπε να το είχα καταλάβει. Να το είχα υποπτευθεί αν μη τι άλλο, από την πρώτη στιγμή που μού ανακοίνωσαν, αρχές Αυγούστου, την προαγωγή μου. Το να με κάνουν διευθυντή ξενοδοχείου δεν σήμαινε καλό για μένα. Αλλά κακό για το ξενοδοχείο. Σήμαινε ότι είχε αποφασιστεί η καταδίκη του.
Έζησα πάντως ένα υπέροχο φθινόπωρο με υπέροχους ανθρώπους, υπέροχες συζητήσεις στον κήπο, υπέροχες βραδιές στη βεράντα, κοντσέρτα μουσικής δωματίου με αυθεντικά όργανα του δέκατου ένατου αιώνα, συμπόσια γευσιγνωσίας, τελετές κινέζικου τσαγιού. Βαρκάδες… Κυκλοφορούσα ανάμεσα στους ενοίκους σχεδόν σαν ένας από εκείνους. Με καλούσαν στις συντροφιές τους, με συνέχαιραν που όλα λειτουργούσαν άψογα. Που δεν μού ξέφευγε η ελαχιστότατη λεπτομέρεια, ήμουν τελειομανής, και τι δεν έκανα για το "ευ ζην" τους. Μέχρι με το μικρό μου όνομα μού απευθύνονταν. Κι ας μην προέκυπτε από το ταμπελάκι στο πέτο μου. Θα είχαν ρωτήσει και θα είχαν μάθει ότι το "Ε" είναι, στην περίπτωσή μου, αρχικό του Ελισσαίος.
Οι τελευταίοι ένοικοι αναχώρησαν την πρώτη Νοεμβρίου. Όπως κάθε χρόνο. Κανονικά θα κάναμε μια ανακαίνιση, ένα φρεσκάρισμα, για να υποδεχτούμε ενάμιση μήνα αργότερα στους τυχερούς που θα περνούσαν μαζί μας τις γιορτές. Στις δεκαπέντε Νοεμβρίου παρέλαβα το χριστουγεννιάτικο δέντρο. Μάς το στέλνουν πάντα από το δάσος Μπρίμι Σκόγκεν της Νορβηγίας. Οκτώμισυ μέτρα ψηλό, με εικοσιδύο σειρές κλαδιά, που θα φορτώνονταν με τα κρυστάλλινα στολίδια – διέταξα να τα βγάλουν από την αποθήκη και να τα πλύνουν ένα-ένα, στο χέρι. Στις δεκαοχτώ Νοεμβρίου έμαθα τα μαντάτα. Κόντεψε να μου έρθει νταμπλάς.
"Ολόκληρο το νησί;" "Ναι." "Και οι αρχαιότητες; Και οι παραλίες; Και οι θαλασσινές σπηλιές που υμνεί ο Σεφέρης;" "Πώς θα γινόταν να εξαιρεθούν οι σπηλιές;" "Τόσο όμορφο νησί… Μα γιατί;" τόλμησα να ρωτήσω. "Αποτελεί μέρος ενός ευρύτερου σχεδίου" φιλοτιμήθηκαν να μού εξηγήσουν. "Οι Απέξω έχουν πληθύνει. Πρέπει να τους παραχωρήσουμε λίγο παραπάνω έδαφος για τις διακοπές τους. Δεν αρκούν πλέον οι παραλίες Αττικής και Κορινθίας. Μετρήθηκε εξάλλου ότι στον Κορινθιακό το νερό είναι πολύ καλύτερης ποιότητας από τον Αργοσαρωνικό. Επεκτεινόμαστε συνεπώς από Ακράτα μέχρι Κιάτο, κρατάμε έτσι κι αλλιώς Ύδρα και Σπέτσες." "Θα με μεταθέσετε στην Ύδρα; Ή στις Σπέτσες;" "Θα μείνεις εδώ" μου το ξέκοψαν. "Θα διευθύνεις το ξενοδοχείο στην καινούργια του μορφή." Με έριξαν, σαν να λέμε, από τον έκτο όροφο, να σκάσω στο τσιμέντο.
Έσκασα. Και άντεξα. Εμείς, οι Ενδιάμεσοι, πάντα αντέχουμε. Είμαστε, σαν να λέμε, τα αμορτισέρ.
Η ανακαίνιση έγινε μα όχι, καθόλου, όπως την είχα ελπίσει. Μέσα σε ελάχιστες ώρες, γύμνωσαν το ξενοδοχείο από κάθετι όμορφο. Ξεκρέμασαν τους πίνακες, φόρτωσαν σε κοντέινερ τα αγάλματα από τον κήπο και τα τρία πιάνα με ουρά, ως τις ταπετσαρίες ξήλωσαν. Μέχρι την κάβα πήραν με τα φίνα κρασιά, τα παλαιωμένα ουίσκι, τα αποστάγματα – οι Απέξω πίνουν αποκλειστικά μπύρα. Και μαυροδάφνη όταν κοινωνούν.
Μάς υπενθύμισαν έπειτα (σε εμένα και στους πέντε από το παλιό προσωπικό που θα παρέμεναν στο ξενοδοχείο υπό τις διαταγές μου) τα δεδομένα στα οποία θα έπρεπε να προσαρμοστούμε. Να τα ανεχθούμε πιο σωστά.
Οι Απέξω επιμένουν να φτιάχνουν οικογένειες. Παντρεύονται πάει να πει -γυναίκες με άντρες συνήθως-, κατοικούν μαζί, στο ίδιο σπίτι, μεγαλώνουν μόνοι τους τα παιδιά τους έως την ηλικία των δεκαοκτώ περίπου ετών. Δίνουν όρκους μονογαμίας, ώστε να τους καταπατούν και να γεύονται απελπισμένους έρωτες, ψυχολογικά αδιέξοδα, τραγωδίες – είναι ένας από τους τρόπους για να αποκτά η ύπαρξή τους κάποιο ενδιαφέρον. Συχνά χωρίζουν και ξαναπαντρεύονται και επαναλαμβάνουν για μια δεύτερη φορά το ίδιο εργάκι: ενθουσιασμός, συνήθεια, πλήξη, ασφυξία. Μετά γερνάνε, καταντάνε βαθμιαία ανήμποροι. Ασχολούνται νυχθημερόν με τις αρρώστιες τους, πανηγυρίζουν κάθε πρόσκαιρη βελτίωση, πανικοβάλλονται όποτε κάποιο όργανό τους ξεχαρβαλώνεται οριστικά, "η καρδιά θα με στείλει;" αγωνιούν "ή μήπως το σηκώτι;" Μετά πεθαίνουν.
Τα γονίδιά τους μεταβιβάζονται στους βιολογικούς τους απογόνους. "Έτσι" κατέληξαν "η νοημοσύνη, διανοητική και συναισθηματική, των Απέξω παραμένει γενιά με τη γενιά στο ίδιο, πάνω-κάτω, επίπεδο. Παρουσιάζει για την ακρίβεια μια αργή πτώση, η οποία, προς το παρόν, δεν μας ανησυχεί ιδιαίτερα. Για τα επόμενα εκατό χρόνια τουλάχιστον, οι Απέξω θα ανταποκρίνονται μια χαρά στις απαιτήσεις της καθημερινότητας τους…"
Οι Απέξω δεν κοιμούνται μέσα στις κάψουλες που εξασφαλίζουν ύπνο ειδυλλιακό, ελέγχοντας κάθε στιγμή τις λειτουργίες του οργανισμού -αναπνοή, αρτηριακή πίεση, πέψη-, και φροντίζοντας για την ανάπλαση των κυττάρων. Αλλά σε παραδοσιακά κρεββάτια. Με στρώματα, σεντόνια, μαξιλάρια – φωλιές για ακάρεα και για λοιπά ανωφελή ζωύφια. Έτσι είναι μαθημένοι, πάππου προς πάππο. Αν τους τοποθετούσαμε με το ζόρι, για το καλό τους, σε κάψουλες, θα τους προξενούσαμε κλειστοφοβία. Κρίσεις πανικού.
Έφεραν συνεπώς κρεββάτια σε κάθε δωμάτιο. Διπλά μάλιστα, καθώς οι Απέξω συνηθίζουν να ξαπλώνουν μαζί, να φιλιούνται και να γλείφονται, να ερεθίζει ο ένας τον άλλον κατά τρόπο ελάχιστα καλαίσθητο κι αφού πασαλειφτούν με τα σωματικά τους υγρά, να το ρίχνουν στο ροχαλητό. Για τις οικογένειες με μικρά παιδιά, έφεραν και ντιβάνια. Στα μπάνια αντικατέστησαν τις υψηλής τεχνολογίας λεκάνες, οι οποίες προσφέρουν πλήρη μικροβιολογική ανάλυση μετά από κάθε ούρηση και αφόδευση, με παλιού τύπου χέστρες. Και τις μαρμάρινες μπανιέρες με ντουζ – σιγά μην είχαν την απαίτηση οι Απέξω να χαλαρώνουν μέσα στο νερό με άλατα και αιθέρια έλαια – εδώ και στην πισίνα και στη θάλασσα δεν κάθονται ένα δευτερόλεπτο ήσυχοι, ουρλιάζουν, πλατσουρίζουν, κάνουν πατητές. Νηπιακοί τρόποι, αφόρητοι. Πώς θα τους αντέξω;
Κοντεύει μεσημέρι της εικοστής τρίτης Δεκεμβρίου. Το πλοίο έχει ξεκινήσει χαράματα από το Πέραμα, από το λιμάνι που έχει δοθεί στους Απέξω για τις θαλάσσιες μετακινήσεις στους. Πηγαίνει με δεκαπέντε κόμβους την ώρα, απελπιστικά αργά. Απολαμβάνουν παρά ταύτα εκείνοι το ταξίδι. Μαζεύονται όλοι στο κατάστρωμα, μασουλάνε, φλυαρούν, αλληλοφωτογραφίζονται. Ταϊζουν και τους γλάρους – πόσο ενθουσιάζονται όταν τα πουλιά κάνουν πλονζόν στον αέρα για να αρπάξουν με τα ράμφη τους τα ψωμάκια που τους πετάνε! Έχουν κάτι τέτοιες μικρές, παράλογες χαρές. Να κυνηγούν και να κλωτσάνε μπάλες. Να παίζουν ζάρια και ρουλέτα – ο τυχερός προσκυνάει την τύχη του σαν να μην ξέρει πόσο τυχαία, δηλαδή αδιάφορη για νικητές και για χαμένους, είναι. Να ψήνουν την τροφή τους στα κάρβουνα. Να αμολάνε χαρταετούς, να χορεύουν και να τραγουδάνε, να ζωγραφίζουν, μέχρι ποιήματα να γράφουν – καθένας τους, υποτίθεται, διαθέτει κάποιο καλλιτεχνικό ταλέντο που η κοινωνία τον ενθαρρύνει να το ξεδιπλώσει. Κυρίως δε να παραβγαίνουν στη σκοποβολή. Ποιός τους θα εντοπίσει, θα σημαδέψει, θα πετύχει τους κινούμενους στόχους. Εκδηλώσεις ενός κατώτερου πολιτισμού που όχι απλώς τον ανεχόμαστε παρά τον έχουμε κι ανάγκη…
Εγώ θα τους φερθώ σαν να είναι εκλεκτοί προσκεκλημένοι, οι οποίοι με την παρουσία τους τιμούν το ξενοδοχείο.
Θα βρω έναν τρόπο να συνεννοούμαι με τον επικεφαλής τους, κάποιον κύριο Χαράλαμπο Αναστόπουλο, από τα Κάτω Πατήσια, που ψηφίστηκε από τους ίδιους "αρχηγός της εκδρομής" – κάνουν συνέχεια οι Απέξω εκλογές, φτιάχνουν επιτροπές, συλλόγους, κόμματα, θεσπίζουν και μοιράζονται αξιώματα, είναι πολύ περήφανοι για το πολίτευμά τους που το ονομάζουν "άμεση δημοκρατία", εγώ θα το έλεγα "τυφλός τυφλόν οδήγαγε".
Θα τους μοιράσουμε στα δωμάτια. Θα τους σερβίρουμε κάθε μέρα στην τραπεζαρία πρωινό, γεύμα και δείπνο. Η μπύρα θα ρέει υπεράφθονη, θα έρχονται στο κέφι, θα ερωτοτροπούν στα φανερά ή στα μουλωχτά. Θα ξεχύνονται στα σοκκάκια του νησιού όπου έχουν ήδη φτιαχτεί κλαμπ του δικού τους γούστου – με εκκωφαντική σημαίνει μουσική και φώτα που αναβοσβήνουν εκτυφλωτικά. Θα τρέχουν μεθυσμένοι στις ακρογιαλιές, θα βουτάνε με τα ρούχα, δυό-τρεις τουλάχιστον θα πνιγούν, άντε να ψαρεύεις τα πτώματα, να τα πακετάρεις και να τα στέλνεις πίσω… Θα έχουμε, εννοείται, και καβγάδες, τσαμπουκάδες – με ασήμαντη αφορμή θα πλακώνονται στο ξύλο κι έπειτα θα φιλιώνουν μιξοκλαίγοντας. Ό,τι θέλουν θα κάνουν, το νησί τούς ανήκει, ας το πάρω επιτέλους απόφαση.
Έχω κάθε λόγο να ελπίζω πως σύντομα θα με αποσύρουν. Τι ανάγκη έχουν από έναν Ενδιάμεσο ως διευθυντή του ξενοδοχείου; Για να τηρεί την τάξη; ποιά τάξη; Αφού διδάξω στους Απέξω τα βασικά -πώς λειτουργούν τα κλιματιστικά, τα ασανσέρ, οι φούρνοι, τα πλυντήρια-, θα με ανακαλέσουν, πιστεύω, στα κεντρικά. Και θα μου αναθέσουν άλλα, πιο αξιοπρεπή καθήκοντα.
Αρκεί να τα πάω καλά κατά το επόμενο δωδεκαήμερο. Η άριστη διαγωγή, ο επαγγελματισμός που έχω σκοπό να δείξω, θα μετρήσει στο βιογραφικό μου. Για αυτό σφίγγω τα δόντια. Και χαμογελάω.
ΙΙ
Θαυμάσια, υπεράνω προσδοκίας, τα κατάφερνα επί μιάμιση ολόκληρη μέρα. Καθόλου λίγο δεν το λες. Είχα βρει τον πρέποντα τόνο, έδειχνα στωικότητα και ζήλο. Μετά την ενημέρωση που έκανα στον κύριο Αναστόπουλο –"λέγε με Μπάμπη!"-, θα μπορούσα να έχω μοιράσει στους πέντε υφιστάμενούς μου καθήκοντα και να έχω αποσυρθεί στο γραφείο μου, "ειδοποιήστε με μονάχα άμα προκύψει κάτι πολύ σοβαρό!". Εγώ αντιθέτως κυκλοφορούσα όλη την ώρα ανάμεσα στους νεοφερμένους.
Έλυνα τις απορίες τους – "πόσο κόσμο χωράει το ξενοδοχείο; γιατί το υπόγειο είναι άδειο; να καλέσουμε κάτι φίλους μας που δεν τους ενοχλεί να μένουν σε δωμάτια χωρίς παράθυρα;" "Άμα γουστάρετε." "Τι ψάρια κολυμπούν σε ετούτα τα νερά; Επιτρέπεται να τα σκοτώνουμε με δυναμίτη;" "Άμα γουστάρετε." "Και πού θα βρούμε δυναμίτη;" "Δικό σας πρόβλημα."
Δεν το έχουν χωνέψει πως κουμάντο εδώ κάνουν πλέον αυτοί. Ότι μονάχοι τους, εφόσον θέλουν και μπορούν, θα θέσουν κανόνες. Θα τους τηρούν ή θα τους παραβιάζουν. Με ή χωρίς συνέπειες.
Εάν δεν ήξερα πόσο αρούκατοι είναι από κατασκευής -πόσο ανίκανοι να ξεχωρίσουν το σημαντικό από το ασήμαντο, το ωραίο από το άσχημο, το ωφέλιμο από το βλαβερό-, ίσως και να τους έπαιρνα στα σοβαρά. Να τους δίδασκα πώς να σεβαστούν το νησί, να εκτιμήσουν την αρχιτεκτονική του, να απολαύσουν τον φυσικό του πλούτο, τα φημισμένα ηλιοβασιλέμματα, το διεθνούς φήμης μέλι…
Χαμένος θα πήγαινε ο κόπος μου. Με την αποχώρησή μου θα τα κάνουν όλα πουτάνα. Θα μετανοιώσουν έπειτα και θα κατηγορούν ο ένας τον άλλον, θα στήσουν δίκες, πιθανόν και κρεμάλες.
Οι θανατικές εκτελέσεις, μαζί με την περιφορά των σκοτωμένων εισβολέων, είναι οι εντονότερες μαζικές συγκινήσεις τους. Ακολουθούν οι γάμοι και οι κηδείες και οι γιορτές -εθνικές, θρησκευτικές-, η καθεμία έχει το δικό της τελετουργικό, το μαθαίνουν από νήπια, μην πω και από βρέφη, μια λάθος κίνησή σου αρκεί για να σε θεωρήσουν βλάσφημο και να σε τιμωρήσουν αναλόγως.
Κουβάλησαν με το σαπιοκάραβο ένα παραλληλόγραμμο πανί, μεγάλο σαν σεντόνι διπλού κρεββατιού, με οριζόντιες άσπρες και γαλάζιες ρίγες. Και ένα πολύ ψηλό μεταλλικό κοντάρι με προεξοχές. "Κάθε πρωί" με ενημέρωσε ο Μπάμπης "κάνουμε έπαρση σημαίας για να τονώνεται το φρόνημά μας." Κατάλαβα για τι πράγμα μιλούσε. Αγγάρεψα τους βοηθούς μου να μπήξουν και να τσιμεντώσουν το κοντάρι στο χαλίκι, μπροστά στην κεντρική είσοδο του ξενοδοχείου.
Λίγο μετά την ανατολή του ήλιου, προτού να σερβιριστεί το πρωινό, συγκεντρώθηκαν όλοι εκεί. Σχημάτισαν στοίχους, τριάδες. Ακίνητοι, με τον κορμό τους τεντωμένο, τα χέρια κολλημένα στους γοφούς, τα κεφάλια να κοιτούν ευθεία μπροστά, το ύφος τους αυστηρό. Ο κύριος Αναστόπουλος πλησίασε με αργό βήμα το μπηγμένο κοντάρι συνοδευόμενος από ένα κορίτσι και ένα αγόρι γύρω στα δεκάξι. Πολύ καλοφτιαγμένα και τα δύο. Η μικρή ήταν Καυκάσια, ξανθιά, ο νεαρός μελαμψός και σγουρομάλλης – είχε προφανώς αφρικάνικο αίμα, αφομοιωμένο όμως σε βάθος δύο τουλάχιστον γενεών. Με ένα του νεύμα ο κύριος Αναστόπουλος πρόσταξε το αγόρι να σηκώσει τη σημαία – δεν είναι τόσο απλή δουλειά, πρέπει να ξέρεις να κουνάς με επιδεξιότητα το σκοινί στο οποίο έχει δεθεί το πανί κι έτσι να το ανεβάζεις, ώσπου η επάνω του πλευρά να σχηματίσει το γράμμα "γάμμα" με το κοντάρι. Όταν ολοκληρώθηκε αυτό, το κορίτσι έφερε στα χείλη του ένα μικρό ξύλινο όργανο. Φυσώντας το, έπαιξε μια μελωδία που οι εκδρομείς την τραγούδησαν. Ή μάλλον την έψαλαν. Τα λόγια κάθε φορά που τα ακούω μού φαίνονται ανόητα και μακάβρια. Υμνούν μια έννοια φιλοσοφικά και πρακτικά ανύπαρκτη, την ελευθερία, η οποία βγαίνει δήθεν από τα ανθρώπινα κόκκαλα, όπως θα έβγαινε το μεδούλι τους εάν τα έβραζες. Και θα γινόταν ζωμός.
Τους χάζευα από το παράθυρο του γραφείο μου, στον δεύτερο όροφο. Επιβεβαίωνα πόσο ανυπεράσπιστοι είναι οι Απέξω απέναντι στον χρόνο. Φθείρονται θλιβερά και ανεπανόρθωτα, από μικρή μάλιστα ηλικία, από τα πενήντα κιόλας, άντε από τα εξήντα τους. Συσσωρεύουν λίπος, οι άνδρες στην κοιλιά, οι γυναίκες στους γοφούς, καμπουριάζουν, ρυτιδιάζει το δέρμα τους, τσαλακώνεται σαν χαρτί. Οι τρίχες τους ασπρίζουν είτε πέφτουν. Οι κόλποι τους ξεραίνονται, οι στύσεις τους χαλαρώνουν. Κανονικά θα έπρεπε να απολαμβάνουν παντί τρόπω τα τόσο σύντομα νιάτα τους. Αν τους ρωτήσεις, θα σου πουν πως κάνουν ακριβώς αυτό. Εγώ πολύ αμφιβάλλω…
"Χαίρε, ω χαίρε Λευτεριά!" κατέληξαν και ευτυχείς έτρεξαν να τονωθούν με καφέ και χυμούς, να καταβροχθίσουν ομελέτες, τυριά, αλλαντικά… Πήγα κι εγώ στην τραπεζαρία. Καλημερίστηκα με κάμποσους, έδειχναν να με συμπαθούν ή και να με σέβονται - γιατί όχι; η γενναιοδωρία των Απομέσα εκφράζεται δι εμού. Ο κύριος Αναστόπουλος επέμενε να κάτσω στα δεξιά του, η σύζυγός του μού άλειψε μία φρυγανιά με μέλι και μία με μαρμελάδα φράουλα. "Γειά μας! Εβίβα!" σήκωσα το φλυτζανάκι του εσπρέσσο. Τους έφερα σε αμηχανία, είχα ξεχάσει ότι μόνο με αλκοόλ τσουγκρίζουν. Είχαν παραταύτα την ευγένεια να με μιμηθούν. "Μέσα τρώτε μαρμελάδες;" με ρώτησε αίφνης το κορίτσι της έπαρσης, η ξανθούλα που έπαιξε στη φλογέρα (φλογέρα λέγεται το όργανο, επιτέλους το θυμήθηκα!) τον εθνικό ύμνο. Την είχε τοποθετήσει ο Μπάμπης δίπλα μου.
Έμεινα άναυδος. Όχι ότι απαγορεύεται ρητά, με νόμο. Οι Απέξω ωστόσο αποφεύγουν να ρωτάνε οτιδήποτε για τις ζωές μας. Απαξιούν, αδιαφορούν, φοβούνται; Δεν ξέρω τι τους μαθαίνουν στα σχολεία, πώς τους διδάσκουν την Ιστορία. Γεγονός είναι πως κι όταν βρίσκονται στη δική μας επικράτεια, χαμηλώνουν το βλέμμα ή το προσηλώνουν σε όσα τους δείχνει ο ξεναγός τους. Και ξάφνου νάσου εκείνη η κοπελίτσα, να με κοιτάει στα μάτια, να ζητάει να μάθει εάν τρώμε μαρμελάδες!
Έτσι και της απαντούσα, θα έπαιρνε φόρα. Θα με βομβάρδιζε με απορίες, θα με έφερνε σε πολύ άβολη θέση. Έκανα πως δεν άκουσα. Πιέστηκα να στρέψω όλη μου την προσοχή στον Μπάμπη, να ξαναρχίσω να του εξηγώ για τα ερκοντίσιον, να τον προειδοποιώ για τα αγριοκούνελα, τα οποία σκάβοντας λαγούμια αποσαθρώνουν το έδαφος, θέτουν θεωρητικά σε κίνδυνο την ίδια τη στατικότητα του ξενοδοχείου, το κεντρικό του κτήριο -ας μην το ξεχνάμε- είναι παμπάλαιο, θεμελιώθηκε το 1881. "Πρέπει να ελέγχετε τακτικά τον πομπό των υπέρηχων που κρατούν τα τρωκτικά μακριά!" του τόνισα.
Μιλούσα έντονα αλλά μηχανικά. Με την άκρη του ματιού μου παρακολουθούσα την ξανθούλα. Είχε σηκωθεί κι είχε σμίξει με μια παρέα συνομήλικών της μπροστά στην πόρτα της τραπεζαρίας – ποιος ξέρει πώς θα διασκέδαζαν τη μέρα τους; στα γήπεδα του μπάσκετ και του τέννις; στη θάλασσα; ή μήπως ρουφώντας καπνό και άλλες ύποπτες ουσίες σε καμιά κρυψώνα που είχαν ήδη ανακαλύψει; Αντί να νοιώθω ανακούφιση που αγνοώντας την την είχα τόσο εύκολα ξεφορτωθεί, με έτρωγε ένα αλλόκοτο γαμώτο. Σαν κατά βάθος να’θελα να της έχω μιλήσει. Και για τον κόσμο μου και για μένα…
Από τη μουντή εκείνη διάθεση με έβγαλε -καλά να’ναι- η σύζυγος του κυρίου Αναστόπουλου, που όλοι την αντιμετωπίζουν ως υπαρχηγό της εκδρομής.
"Έχουμε φέρει μαζί μας οκτώ βασιλόπιττες. Τις ζυμώσαμε με την παραδοσιακή συνταγή στα Πατήσια. Βγάζουν δώδεκα κομμάτια η καθεμιά, φτάνουν και για σας και για τους βοηθούς σας!" μού ανακοίνωσε όλη καμάρι. "Μπορούμε να τις ψήσουμε στον φούρνο του ξενοδοχείου; Να είναι ζεστές και μοσχομυριστές το βράδυ…"
"Σήμερα το βράδυ; Μα την Πρωτοχρονιά δεν κόβουν βασιλόπιττα;"
"Την επομένη της τριανταμία Δεκεμβρίου εννοείτε… Έτσι το είχαν πράγματι επί πολλούς αιώνες. Ήταν ανόητο, παράλογο, κι ας το δεχόταν και η Εκκλησία. Ως Χριστιανοί μετράμε τον χρόνο με αφετηρία τη γέννηση του Κυρίου ημών – διαφωνείτε; Η Πρωτοχρονιά άρα συμπίπτει με τα Χριστούγεννα, τότε μπαίνει το νέο έτος. Ο Δεκέμβρης πρέπει να έχει, έχει εικοσιτέσσερις ημέρες. Από τις επτά που περισσεύουν, αν θέλουμε να είμαστε και αστρονομικά εντάξει, τις τέσσερις τις χαρίζουμε στον Φλεβάρη και τις λοιπές στον Απρίλη -τον Αγιωργίτη-, στον Θεριστή και στον Τρυγητή. Καταλάβατε;"
Κατάλαβα, κι από τα ονόματα που χρησιμοποιούσε για τους μήνες. Ανήκε -εκείνη και ο σύζυγός της και οι υπόλοιποι προφανώς εκδρομείς- σε αίρεση. Από αιρέσεις στους Απέξω να φάνε κι οι κότες. Αιρέσεις θρησκευτικές, πολιτικές, γλωσσικές, καλλιτεχνικές… Και διατροφικές ακόμα. Όποιος διψάει για προσοχή επειδή πάσχει από υπερτροφικό ή αντιθέτως από ευνουχισμένο εγώ, σηκώνει μια παντιέρα και καλεί τους γύρω του να τον ακολουθήσουν στον δρόμο που προτείνει προς την ευτυχία. Είτε προς την προκοπή. Είτε προς την αγιότητα. Λίγη γοητεία αν έχει, όλο και κάποιους βρίσκει οπαδούς. Οι οποίοι συγκρούονται, αιματηρά συνήθως, με όσους τον αρνούνται ή και τον κοροϊδεύουν. Τους δίνουν κι αυτά τα καμώματα μια ψευδαίσθηση νοήματος…
"Έχετε αντίρρηση;"
"Από πού κι ως πού να’χω αντίρρηση, κυρία μου;" της χαμογέλασα με μια λεπτή ειρωνεία που δεν ήταν σε θέση να αντιληφθεί. "Εφόσον το’χετε όμως έτσι, προτείνω να εμπλουτίσουμε το απόψινο δείπνο με μερικά από τα εδέσματα που σκοπεύαμε να σας σερβίρουμε στην πρωτοχρονιάτικη ρεβεγιόν, το βράδυ -εννοώ- της τριακοστής πρώτης Δεκεμβρίου…"
"Η οποία, τριανταμία Δεκεμβρίου, δεν υπάρχει!"
"Δεν υπάρχει. Δείτε, αν θέλετε, το μενού και διαλέξτε. Σταθείτε να σας το φέρω!
"Κι εγώ θα σας δείξω το καλλιτεχνικό μας πρόγραμμα! Ενδεχομένως κάποιο από τα τραγούδια ή τις παρλάτες μας να σας κάνει να αισθανθείτε άβολα…" Έβγαλε από την τσάντα της δυό-τρεις χειρόγραφες σελίδες.
"Για όνομα του Θεού!" - βρήκα ευκαιρία να ξεστομίσω τη λέξη Θεός, από μέσα μου χαχάνιζα. "Έχω απόλυτη εμπιστοσύνη στο ταλέντο σας. Θα με εκπλήξετε πάρα πολύ ευχάριστα, είμαι σίγουρος"
"Έχουμε ετοιμάσει μια μουσικοχορευτική παράσταση. Συνολικής διάρκειας δυόμισυ ωρών. Λέμε να ξεκινήσουμε λίγο πριν τις εφτά, ώστε κατά τις εννέα να προχωρήσουμε στο δείπνο…"
"Ανυπομονώ!"
Σιγά μην ανυπομονούσα. Είχα απλώς μια μικρή περιέργεια τι φανταζόταν η Αναστοπούλου –"λέγετέ με Ιουλία!"- πως θα ήταν δυνατόν να με ενοχλήσει.
Στον κήπο του ξενοδοχείου υπάρχει κανονικό θέατρο εκατόν πενήντα θέσων, κομψοτέχνημα σωστό. Λυπήθηκα να δώσω τα κλειδιά του στους Απέξω, ας τα έβρισκαν μόνοι τους όταν θα είχα επιτέλους φύγει. Τους παραχώρησα την αίθουσα "Ισμήνη". Η οποία προορίζεται κανονικά για διαλέξεις και για συνέδρια – "ποιός" θα ρωτήσετε "από εμάς χάνει την ώρα του σε τέτοιες ανοησίες;" - κάποιοι τελείως αργόσχολοι, στα πρόθυρα της εκούσιας ευθανασίας. Είπα στους βοηθούς μου να συναρμολογήσουν προχείρως μια σκηνή, να ανάψουν και τη μικροφωνική εγκατάσταση και τους προβολείς, Χριστουγεννοπρωτοχρονιά θα γιορτάζαμε, ας μην φαινόμασταν μίζεροι…
Ανέβηκα κατά τις δυόμισυ το μεσημέρι στην κάμαρή μου, η οποία επικοινωνεί με το γραφείο μου. Πήρα τη σιέστα μου, ήπια καφέ, μπανιαρίστηκα, φλυάρησα με δυό-τρεις φίλους μου και με μια παλιά μου αγαπημένη, που σκοτώθηκε πέρυσι η καημενούλα κάνοντας σκι. Φόρεσα έπειτα ένα κοστούμι περιπάτου με κεντητά χταπόδια και ιππόκαμπους στο σακκάκι του, κοιτάχτηκα στον καθρέφτη, με βρήκα όσο έπρεπε αυστηρό κι άλλο τόσο χαριτωμένο.
Στις εξίμησι ακριβώς βρισκόμουν στο χωλ έξω από την "Ισμήνη" για να υποδεχθώ τους εκδρομείς. Όπως οφείλει ένας διευθυντής ξενοδοχείου.
Πηγή: capital
Οι πιο πρόσφατες Ειδήσεις
Διαβάστε πρώτοι τις Ειδήσεις για ό,τι συμβαίνει τώρα στην Ελλάδα και τον Κόσμο στο thetoc.gr