
Αυτό το Σαββατοκύριακο, η Άνγκελα Μέρκελ θα υποδεχθεί τους G20. Θα είναι μια ευκαιρία για βγάλουν οι ηγέτες φωτογραφίες στο Αμβούργο, την κοσμοπολίτικη μητρόπολη του Νότου. Τουλάχιστον αυτό σκεφτόταν μάλλον η Μέρκελ όταν προγραμμάτιζε τη συγκεκριμένη συνάντηση λίγους μήνες πριν τις ομοσπονδιακές εκλογές στη Γερμανία.
Ο γενικός κανόνας λέει ότι αυτές οι συναντήσεις σπανίως προσφέρουν κάτι περισσότερο από ένα σκηνικό. Ένα σκηνικό το οποίο χρησιμοποιείται για εσωτερικές σκοπιμότητες. Και φτάνει μέχρι την έκδοση μιας τελικής ανακοίνωσης από τους ηγέτες των 20 μεγαλύτερων οικονομιών του κόσμου.
Η Σύνοδος, όμως, αυτή είναι διαφορετική. Η πολιτική της σημασία είναι τέτοια που, ακόμη και στο εσωτερικό επίπεδο, οι εκλογές στη Γερμανία θα μπορούσαν να περάσουν σε δεύτερη μοίρα. Δεν είναι μόνο ότι στη συγκεκριμένη Σύνοδο θα συζητηθούν ουσιαστικά ζητήματα όπως το ελεύθερο εμπόριο, η κλιματική αλλαγή και η μάχη κατά της τρομοκρατίας. Ζητήματα που από μόνα τους είναι ιδιαίτερα σημαντικά. Το σημαντικό θέμα αφορά το πώς μπορεί να αποκατασταθεί η τάξη σε ένα κόσμο που μαστίζεται από κρίσεις.
Τα οράματα για το πώς θα μπορούσε να γίνει κάτι τέτοιο διαφέρουν ριζικά. Υπάρχουν εκείνοι που υποστηρίζουν ότι το κλειδί είναι οι πολυμέρεια και θέλουν να διαπραγματευθούν και να βρουν ισορροπίες σε ένα ανοιχτό σύστημα. Και υπάρχουν και κάποιοι άλλοι που θεωρούν ότι το σύστημα είναι μονομερές. Το μότο τους είναι «η δύναμη δημιουργεί το δίκιο» και βασίζουν την πολιτική τους δράση αποκλειστικά στα εθνικά τους συμφέροντα.
Αυτοί οι δύο κόσμοι πάντοτε υπήρχαν. Το νέο στοιχείο είναι πως πλέον το σχίσμα διαπερνά τις ίδιες τις δυτικές κοινωνίες. Από τη στιγμή που βρέθηκε στον Λευκό Οίκο ο Ντόναλντ Τραμπ, δεν έχουν μείνει πολλά πράγματα από αυτό που για δεκαετίες αποκαλούσαμε Δύση. Ο αμερικανός πρόεδρος δεν είναι μόνο ένας δηλωμένος οπαδός του προστατευτισμού, ένας αρνητής της κλιματικής αλλαγής και ένας άνθρωπος που απεχθάνεται τους διεθνείς οργανισμούς. Αμφισβητεί επίσης την παγκόσμια τάξη που οι ίδιοι οι Αμερικανοί θεμελίωσαν μετά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο.
Εκείνοι που θεωρούν ως πολιτικούς τους στόχους την ανέγερση τειχών, την επιβεβαίωση των εθνικών συνόρων και των ισχυρών ταυτοτήτων αισθάνονται πλέον ότι η ιστορία είναι με το μέρος τους. Και ο κ. Τραμπ είναι εν πολλοίς ο υπεύθυνος για αυτό.
Σε αυτό το πλαίσιο, πολλοί είναι εκείνοι που θα αξιολογήσουν την επιτυχία της Συνόδου που διοργανώνει η κ. Μέρκελ με βάση το κατά πόσο η γερμανίδα καγκελάριος θα καταφέρει να απομονώσει τον κ. Τραμπ. Αυτό, όμως, είναι κατά τη γνώμη μου λάθος. Θα έπρεπε να αξιολογηθεί από το βαθμό στο οποίο εκείνη και οι σύμμαχοί της καταφέρουν να αποτρέψουν τον κ. Τραμπ από το να προκαλέσει μεγάλες αναταραχές μακροπρόθεσμα. Η Σύνοδος μπορεί τουλάχιστον να αποτελέσει μιαν αρχή.
Μπορεί για ορισμένους τα παραπάνω να φαίνονται αυταπάτες. Θα ήταν όμως πολύ μεγαλύτερη αυταπάτη να νομίζει κανείς ότι οι Ευρωπαίοι θα μπορούσαν να αντικαταστήσουν τους Αμερικανούς ως μια σταθεροποιητική δύναμη στο παγκόσμιο σκηνικό. Αντίστοιχη αυταπάτη θα ήταν η ανάπτυξη μιας νέας παγκόσμιας τάξης χωρίς τις ΗΠΑ στη βάση κοινών θεσμών και κανόνων που θα ισχύουν για όλους και αξιόπιστων συμμαχιών. Η Αμερική παραμένει αναντικατάστατη ακόμη και υπό τον Τραμπ. Αυτό ισχύει τόσο για την πολιτική του εμπορίου, όσο και για τις πολιτικές που αφορούν το κλίμα και την παγκόσμια ασφάλεια.
Βεβαίως, εάν ο κ. Τραμπ λειτουργήσει ως συγκολλητική ουσία με τις τρέλες του και τις απειλητικές χειρονομίες του, δεν μπορεί κανείς παρά να το καλωσορίσει. Η εκλογική νίκη του Εμανουέλ Μακρόν στη Γαλλία είναι ένα ελπιδοφόρο σημάδι ότι το εκκρεμές που μέχρι προσφάτως κινείτο προς τη μεριά του εθνικισμού και του λαϊκισμού αρχίζει να κινείται προς τη μεριά της Ευρώπης.
Στην πραγματικότητα, σε κάποιο βαθμό, ο Μακρόν θα έπρεπε να ευχαριστήσει τον ολοένα και αυξανόμενο φόβο ότι το φάντασμα ενός Τραμπ θα κατακλύσει την ευρωπαϊκή πολιτική σκηνή για την εκλογική του νίκη.
Εν τέλει, ωστόσο, το κομβικό ερώτημα είναι εάν η Αμερική μπορεί επιτυχώς να επανέλθει μακροπρόθεσμα. Θα ήταν πρόωρο να πιστέψει κανείς ότι μια και μόνο Σύνοδος θα μπορούσε να σηματοδοτήσει την εκκίνηση μιας τέτοιας διαδικασίας. Υπό τις παρούσες συνθήκες, θα είναι ήδη μια επιτυχία εάν τα πράγματα δεν ξεφύγουν από τον έλεγχο στο Αμβούργο. Η προσέγγιση χρειάζεται χρόνο.
Γιατί όμως η Άνγκελα Μέρκελ θα μπορούσε να πετύχει κάτι τέτοιο; Όχι, η κ. Μέρκελ δεν είναι η ηγέτις του ελεύθερου κόσμου. Ούτε η τελευταία που υποστηρίζει τις δυτικές αξίες. Δεν επιθυμεί καν αυτόν τον ρόλο. Χάρις όμως τα χρόνια εμπειρία της, είναι μια αξιόπιστη συντονίστρια η οποία έχει και την απαραίτητη εξουσία. Τίποτα περισσότερο. Αλλά και τίποτα λιγότερο. Στα παραπάνω θα πρέπει προστεθεί ότι ηγείται μιας χώρας την οποία πολλά έθνη θεωρούν ως πρότυπο για την οικονομική της επιτυχία, την κοινωνική της ισορροπία και τον πολιτικό της πλουραλισμό.
Και δεν πρέπει επίσης να ξεχνάμε ότι η Αμερική δεν είναι ο Τραμπ. Οι ΗΠΑ παραμένουν μια πλουραλιστική δημοκρατία με θεσμούς ισχυρούς και ζωηρούς.
Για την ώρα, η μεγαλύτερη παγκόσμια απειλή στην ελευθερία, τη δημοκρατία και την ανοιχτή κοινωνία απορρέει από το ίδιο έθνος που εκφράζει περισσότερο από οποιοδήποτε άλλο τη Δύση. Όχι επειδή ο Τραμπ είναι ο χειρότερος από τους λαϊκιστές -τόσο ο Πούτιν όσο και ο Ερντογάν τον νικούν κατά κράτος- αλλά επειδή ο πρόεδρος της Αμερικής ήταν παραδοσιακά ο πιο σημαντικός υπερασπιστής αυτών των αξιών. Κάτι τέτοιο δεν συμβαίνει πλέον.
To άρθρο δημοσιεύθηκε στην Handelsblatt στις 5 Ιουλίου 2017.
Οι πιο πρόσφατες Ειδήσεις
Διαβάστε πρώτοι τις Ειδήσεις για ό,τι συμβαίνει τώρα στην Ελλάδα και τον Κόσμο στο thetoc.gr