
Ο ναός του Ευαγγελισμού απέχει από το ξενοδοχείο μας, στη συνοικία Σαν Στέφανο, ένδεκα χιλιόμετρα. Κόμιστρο εβδομήντα λίρες. Το νόμισμα τους έχει τόσο κατρακυλήσει -και κατρακυλάει καθημερινά εξαιτίας της οικονομικής κρίσης-, ώστε εβδομήντα αιγυπτιακές λίρες αντιστοιχούν σε δύο μόλις ευρώ. Η παραλιακή λεωφόρος, η θρυλική Κορνίς της Αλεξάνδρειας, που στεφανώνει την πόλη –την Πόλη κατά τον Καβάφη-, που τη χαϊδεύει η Μεσόγειος Θάλασσα, που επάνω της είναι η Βιβλιοθήκη και το παμπάλαιο ζαχαροπλαστείο "Αθηναίος" και το "Ζεφύριον", ιδιοκτησίας μέχρι πρόσφατα ενός Έλληνα γιατρού -δεν έχω γευτεί πουθενά νοστιμότερο ψάρι-, η Κορνίς είναι όλο το εικοσιτετράωρο κατάμεστη. Στις οκτώ -ή στις δέκα;- λωρίδες της συνωστίζονται κάθε λογής τροχοφόρα. Λιμουζίνες, πουλμανάκια με σπασμένες εξατμίσεις, παπάκια τρικάβαλα -και τετρακάβαλα ακόμα, λες και τα επιβαίνουν ακροβάτες τσίρκου-, έως και κάρα με άλογα. Από τη δεξιά πλευρά της λεωφόρου η ακρογιαλιά, οικογένειες και παρέες κάνουν πικ νικ. Στην αριστερή δεκαόροφες πολυκατοικίες που δίνουν την ψευδή εντύπωση πως βρίσκονται στα πρόθυρα της κατάρρευσης. Και όμως, ορθώνονται ασοβάντιστες, ημιφωτισμένες, χωρίς συχνά ανελκυστήρες, με μαγαζάκια και καφενεδάκια στα ισόγειά τους, από τον καιρό του Στρατή Τσίρκα.
Περνάμε μια πλατεία, μπαίνουμε στα στενά. Σουρουπώνει. Λύνεται για τους Μουσουλμάνους η νηστεία του Ραμαζανιού. Νηστικοί από τις τέσσερις τα ξημερώματα, πέφτουν επάνω στα φαλάφελ, στο κοσάρι - μείγμα ρυζιού, μακαρονιού, κρεμμυδιών και κόλιανδρου, ό,τι πιο δυναμωτικό. Στις αρνίσιες σηκωταριές. Κάποιοι καταστηματάρχες στρώνουν στα πεζοδρόμια πλαστικά τραπέζια και προσφέρουν συσσίτια. Χουβαρντοσύνη μα και πρόνοια για τη σωτηρία της ψυχής τους – το Κοράνι το λέει ρητά πως όποιος βοηθάει τους πένητες κερδίζει πόντους για την είσοδο του στον Παράδεισο. Δίχως να χαμηλώσει ταχύτητα, ο οδηγός μας βγάζει από το ντουλαπάκι του ταξί και μασουλάει μια φουρνιστή πίτα. Η τιμή τους έχει ανέβει καθότι η Αίγυπτος εισάγει το στάρι της από την Ουκρανία, μέσω Ινδίας από το ξέσπασμα του πολέμου. "Al Atarin Mosque Street 106”, τού επαναλαμβάνω συλλαβιστά τις λέξεις μπας και γίνω κατανοητός. "Here!” μας αδειάζει εμπρός σε ένα τζαμί.
Ένα τζαμί; Πού βρίσκεται το παλαίφατο Πατριαρχείο Αλεξανδρείας και πάσης Αφρικής, το ιδρυθέν από τον Ευαγγελιστή Μάρκο, το οποίο επεβίωσε των Αράβων, των Μαμελούκων, των Οθωμανών; "Patriarch? Yunani Church?” ρωτάμε. Εισπράττουμε βλέμματα άγνοιας και χαμόγελα ζεστά σαν φουφούδες που θα μπορούσαν και να σημαίνουν "άμα ζητάτε τον Θεό, θα τον βρείτε και στο τζαμί…"
Περιπλανιόμαστε σε έναν λαβύρινθο από σοκκάκια, μαγαζιά με αρώματα, με ανταλλακτικά αυτοκινήτων, με έπιπλα. Οι πωλητές αράζουν στο κατώφλι, ρουφάνε τσάι και σίσα -ναργιλέ-, κάνουν μεταξύ τους λακριντί - όποιος μπορεί όσο μπορεί στην Αίγυπτο μένει στον δρόμο, γιατί να κλειστεί μες στο σπίτι του; Και όλοι με την ελάχιστη αφορμή χαμογελάνε ή γελούν πλατιά. Σε πείθουν ότι απολαμβάνουν τη ζωή "στη μυστική της πρώτη αξία", όπως το γράφει ο Σικελιανός. Οι αριθμοί μπορεί να δυστυχούν, οι άνθρωποι ωστόσο, ακόμα και οι εξ’όψεως εξαθλιωμένοι, μοιάζουν πιο ξένοιαστοι από τους μονίμως αγχωμένους του ανεπτυγμένου κόσμου. Τους εύπορους Ευρωπαίους, τους Αμερικάνους που είναι ανίκανοι να εκτιμήσουν -ενίοτε καν να αντιληφθούν- τα εξωφρενικά προνόμιά τους. Εξιδανικεύω τη φτώχεια; Ούτε κατά διάνοια. Εάν έπρεπε όμως να την ανταλλάξω με τη νεύρωση, με το να τρώγομαι ισόβια με τα ρούχα μου, να αδημονώ για το επόμενο μου ραντεβού με τον ψυχοθεραπευτή, θα προτιμούσα το μη χείρον. Από την άλλη βέβαια, άμα δεν συμβουλευόμασταν το gps -ναι, λειτουργεί το gps και στην Αλεξάνδρεια-, άμα δεν είχαμε smartphone, δεν θα φτάναμε ποτέ στο Πατριαρχείο…
Δύσκολα θα έβρισκες Μεγαλοπαρασκευιάτικα στην Ελλάδα τόσο ασύχναστη εκκλησία. Καμιά εκατοστή πιστοί όλοι κι όλοι, αραιοσπαρμένοι στα στασίδια. Πόσο ευλαβείς εντούτοις και πόσο περιποιημένοι για την περίσταση! Οι κυρίες στην τρίχα – κομμώσεις, μανικιούρ, κοσμήματα-, οι κύριοι με σκούρα κοστούμια και γραββάτες.
Ανοίγει η Ωραία Πύλη και εμφανίζεται ο Πάπας και Πατριάρχης Αλεξανδρείας και Πάσης Αφρικής κ.κ. Θεόδωρος. Είναι μετρίου αναστήματος, στιβαρός και καλλικέλαδος. Ψέλνει περίφημα, με χαρακτηριστικά κρητική προφορά λόγω καταγωγής – ακούγοντας το βυζαντινό μέλος να αποδίδεται σωστά, συνειδητοποιείς πόσα του χρωστάει το ρεμπέτικο, το λαϊκό τραγούδι, πόσο έχει γόνιμα επηρεαστεί ο Τσιτσάνης και ο Θεοδωράκης. Ραντίζει το ποίμνιο, μάς αποκαλεί όλους "παιδιά του". Ακολουθεί η περιφορά του Επιταφίου στο προαύλιο του ναού και μέχρι το από πίσω κτήριο όπου εδρεύει το Πατριαρχείο. Μια μικρή φιλαρμονική -μεσήλικες ως επί το πλείστον με πνευστά και με κρουστά- παιανίζει μάλλον γιορταστικά παρά πένθιμα. Αυτό είναι άλλωστε το πνεύμα του Πατριάρχη. "Θρηνούμε απόψε τον Κύριο, για να αγαλλιάσουμε αύριο με την Ανάσταση Του…"
Προσκοπάκια αποτελούν την τιμητική φρουρά του Επιταφίου. "Πόσα παιδιά φοιτούν στο σχολείο σας;" "Πενήντα σκάρτα, σε όλες τις τάξεις γυμνασίου και λυκείου. Δεν έχουν, στη συντριπτική τους πλειονότητα, καν ελληνική καταγωγή. Οι γονείς τους απλώς είχαν μεταναστεύσει κάποτε στην Ελλάδα, εκεί έμαθαν τα πρώτα γράμματα κι εδώ τα συνεχίζουν. Στις οικογένειες, στις γειτονιές τους μιλάνε αραβικά…" "Και τα Ελληνόπουλα;" "Ποια; Η ελληνική παροικία Αλεξανδρείας αριθμούσε στην εποχή της ακμής της εκατοντάδες χιλιάδες. Τώρα έχουμε απομείνει, όλοι και όλοι, καμιά τριακοσαριά. Σε μια πόλη, που αν μετρήσεις και τον πληθυσμό των δορυφορικών της χωριών, κοντεύει τα οκτώ εκατομμύρια…" "Τριακόσιοι δικοί μας σε οκτώ εκατομμύρια! Λιγότεροι" συνειδητοποιώ "κι από τους βουδιστές που ζουν στην Ελλάδα…"
Ο ευγενέστατος Νικόλας Κατσιμπρής, γενικός γραμματέας της Ελληνικής Κοινότητας, μας ξεναγεί στο Καρτιέ Γκρεκ. Εκεί όπου διαδραματίζεται το "Αλεξανδρινό Κουαρτέτο" του Λώρενς Ντάρελ. Μας δείχνει τη βίλα Μπενάκη, τη βίλα Ζερμπίνη, τη βίλα Σαλβάγου – "είχε, λένε, χρυσά πόμολα – όταν την αγόρασαν οι Ρώσοι, τα ξήλωσαν και τα έστειλαν στην πατρίδα τους…" Κτήρια μεγαλοπρεπή, ολόκληρα οικοδομικά τετράγωνα που κάποτε ανήκαν σε Γραικούς, όπως τους ονομάζει ο Καβάφης. "Εδώ κατοικούσε ο ποιητής - η οδός Λέψιους έχει πάρει το όνομά του. Κάτω από το σπίτι του υπήρχε ένα πορνείο, από το παράθυρό του έβλεπε το κοινοτικό νοσοκομείο και την εκκλησία του Άγιου Σάββα. Ώστε να μην λησμονεί ποτέ την κοινή ανθρώπινη διαδρομή: από το κρεββάτι της ηδονής, στο νεκροκρέββατο και τελικά στο φέρετρο…"
Μας πηγαίνει κατόπιν ο Νικόλας Κατσιμπρής στο "Ελληνικό Τετράγωνο", μια μεγάλη περιφραγμένη έκταση, όπου στεγάζονται το Προξενείο, το Σχολείο, το Θέατρο, το Εστιατόριο, το Γηροκομείο… Επιβλητικά αρχιτεκτονήματα, προτομές μεγάλων ευεργετών. Ρημαγμένα από τον χρόνο; Όχι και τόσο… Οι ελάχιστοι απομείναντες στην Αλεξάνδρεια, κρατούν καλά τα γκέμια, συντηρούν την περιουσία, κυρίως δε τη μνήμη της κοινότητας. Αυτό που μοιάζει να λείπει είναι η προοπτική.
"Μπορεί να αντιστραφεί η φορά των πραγμάτων; Ή είναι νομοτελειακό ο Αλεξανδρινός Ελληνισμός να σβήσει οριστικά σε μια, σε δυό γενιές;" "Εξαρτάται από το εθνικό μας κέντρο. Κάποτε είχε υπογραφεί, σε υπουργικό επίπεδο, συμφωνία για ίδρυση ελληνικού πανεπιστημίου με το όνομα "Μέγας Αλέξανδρος”. Έμεινε στα χαρτιά. Εμείς θα υποστηρίξουμε έμπρακτα κάθε πρωτοβουλία -εκπαιδευτική, επιχειρηματική-, που θα ξαναφέρει κόσμο από την Ελλάδα. Έχουμε τις υποδομές, ζητάμε κόσμο…"
Θα μετοικούσατε στην Αλεξάνδρεια; Θα παίρνατε τη ζωή σας από την αρχή στο κάποτε διαμάντι της Μεσογείου; Χρειάζονται προφανώς πολύ γερά κότσια, καντάρια υγιούς τυχοδιωκτισμού, για να το αποφασίσει κάποιος. Το να αξιωθείς ωστόσο μία τέτοια πόλη… Ποιος δεν θα το ονειρευόταν έστω;
Πηγή: Capital.gr
Οι πιο πρόσφατες Ειδήσεις
Διαβάστε πρώτοι τις Ειδήσεις για ό,τι συμβαίνει τώρα στην Ελλάδα και τον Κόσμο στο thetoc.gr