Τον κώδωνα του κινδύνου κρούει το Ευρωπαϊκό Κέντρο Πρόληψης και Ελέγχου Νοσημάτων (ECDC) για τη ραγδαία εξάπλωση στα νοσοκομεία της Ευρώπης του θανατηφόρου μύκητα Candidozyma auris, προειδοποιώντας ότι αποτελεί σοβαρή απειλή για τους ασθενείς.
Σύμφωνα με το ECDC, o μύκητας Candidozyma auris (C. auris, πρώην Candida auris) αποτελεί κίνδυνο για τους ασθενείς στα νοσοκομεία όλης της Ευρώπης λόγω της ικανότητάς του να προκαλεί σοβαρές λοιμώξεις σε ασθενείς σε κρίσιμη κατάσταση, της πιθανής ανθεκτικότητάς του σε διάφορους αντιμυκητιασικούς παράγοντες, γεγονός που καθιστά δύσκολη τη θεραπεία των λοιμώξεων, και της τάσης του για μετάδοση και εξάρσεις σε περιβάλλοντα υγειονομικής περίθαλψης.
Ο μύκητας C. Auris είναι ιδιαίτερα επικίνδυνος για άτομα που είναι ήδη άρρωστα, ενώ τα ποσοστά θνησιμότητας κυμαίνοντας από 29% έως 62%.
Όπως αποκαλύπτει η έρευνα του 2024 που διεξήγαγε το ECDC για τον μύκητα, η εξάπλωση του C. auris είναι ραγδαία. Μεταξύ 2013 και 2023 είχαν αναφερθεί από χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ)/Ευρωπαϊκού Οικονομικού Χώρου (ΕΟΧ) συνολικά 4.012 κρούσματα αποικισμού ή μόλυνσης από C. auris. Οι πέντε χώρες με τον υψηλότερο αριθμό κρουσμάτων C. auris ήταν η Ισπανία, η Ελλάδα, η Ιταλία, η Ρουμανία και η Γερμανία.
Ωστόσο, σύμφωνα με την έρευνα, από το 2020 και μετά ο αριθμός των κρουσμάτων παρουσιάζει ραγδαία αύξηση, φτάνοντας το 2023 τα 1.346 κρούσματα από 18 χώρες της ΕΕ/ΕΟΧ.

Το ECDC προειδοποιεί ότι ο αριθμός των καταγεγραμμένων κρουσμάτων αποτελεί μόνο την κορυφή του παγόβουνου, καθώς δεν υπάρχει συστηματική επιτήρηση σε πολλές χώρες. Ενώ οι τρεις προηγούμενες έρευνες του ECDC για τον C. auris περιορίστηκαν σε χώρες των ΕΕ/ΕΟΧ, οι χώρες διεύρυνσης της ΕΕ, τα Δυτικά Βαλκάνια, και η Τουρκία, κλήθηκαν επίσης να συμμετάσχουν στην έρευνα C. auris του 2024. Η Τουρκία, το Κοσσυφοπέδιο και η Βοσνία-Ερζεγοβίνη ανέφεραν συνολικά 121 κρούσματα C. auris.
Η έρευνα του ECDC αποκαλύπτει ότι πρόσφατα ανέφεραν έξαρση των μεμονωμένων κρουσμάτων του C. auris τρεις χώρες (Κύπρος, Γαλλία και Γερμανία), ενώ τέσσερις χώρες (Ελλάδα, Ιταλία, Ρουμανία και Ισπανία) ανέφεραν ότι δεν είναι πλέον δυνατό να καταγράφουν μεμονωμένα κρούσματα λόγω της περιφερειακής ενδημικότητας.
Όπως αναφέρει η έρευνα, η περίοδος μεταξύ της καταγραφής του πρώτου κρούσματος στη χώρα μέχρι την περιφερειακή ενδημικότητα σύμφωνα με το σύστημα σταδιοποίησης του ECDC ήταν μεταξύ πέντε και επτά ετών για την Ελλάδα, την Ιταλία και την Ισπανία, γεγονός που δείχνει πόσο γρήγορα μπορεί να εξαπλωθεί ο μύκητας C. auris μέσω των νοσοκομειακών δικτύων.
Τι συμβαίνει στην Ελλάδα

Το πρώτο κρούσμα C. Auris αναφέρθηκε στην Ελλάδα το 2019, ενώ αυξανόμενος αριθμός κρουσμάτων αναφέρθηκε κατά τη διάρκεια της πανδημίας COVID-19, ενώ διάφορα νοσοκομεία κατέγραψαν επιδημικές εξάρσεις.
Όταν κλιμάκιο του ECDC επισκέφθηκε την Ελλάδα τον Απρίλιο του 2024, ο μύκητας C. auris είχε εξαπλωθεί σε όλο το σύστημα υγειονομικής περίθαλψης, με εκατοντάδες κρούσματα να εντοπίζονται σε διάφορα νοσοκομεία.
Μια μονάδα αποκατάστασης που επισκέφθηκε το ECDC είχε λάβει τόσο μεγάλο αριθμό ασθενών που είχαν ήδη αποικιστεί ή είχαν μολυνθεί από τον C. auris από νοσοκομεία, που ήταν απαραίτητο να διατεθεί ένας ειδικός θάλαμος για τη φροντίδα τους.
Υψηλός ο κίνδυνος εξάπλωσης
Το ECDC τονίζει ότι η ταχεία εξάπλωση του C. auris προκαλεί σοβαρή ανησυχία και υποδεικνύει υψηλό κίνδυνο συνεχιζόμενης εξάπλωσης σε όλα τα ευρωπαϊκά συστήματα υγειονομικής περίθαλψης.
Κι αυτό γιατί με την αύξηση των κρουσμάτων του C. auris και την ευρεία γεωγραφική κατανομή του, ο βιώσιμος έλεγχος θα γίνει πιο δύσκολος.
Η έρευνα για τον C. auris του 2024 έδειξε επίσης ότι εξακολουθούν να υπάρχουν κενά στην ετοιμότητα των χωρών, ιδίως όσον αφορά τα εθνικά συστήματα επιτήρησης και τις οδηγίες για τα μέτρα πρόληψης και ελέγχου λοιμώξεων (IPC).
Η απομόνωση των ασθενών σε μονόκλινα δωμάτια και η απολύμανση του εξοπλισμού μπορούν να βοηθήσουν στον περιορισμό της εξάπλωσης. Το ECDC αναφέρει τη Δανία ως παράδειγμα των χωρών που έχουν περιορίσει τον μύκητα, αφού ήλεγξε μια έξαρση που παρουσιάστηκε και έκτοτε δεν ανέφερε την καταγραφή νέων κρουσμάτων.
Ωστόσο, πολλές χώρες έχουν σημαντικά κενά στην αντίδρασή τους. Από τις 36 χώρες που συμμετείχαν στην έρευνα του ECDC, μόνο 17 διαθέτουν εθνικά συστήματα επιτήρησης για τον C. auris και μόνο 15 έχουν εκδώσει ειδικές οδηγίες πρόληψης λοιμώξεων.
Οι πιο πρόσφατες Ειδήσεις
Διαβάστε πρώτοι τις Ειδήσεις για ό,τι συμβαίνει τώρα στην Ελλάδα και τον Κόσμο στο thetoc.gr